Documente Academic
Documente Profesional
Documente Cultură
Εισαγωγή
Το ταξίδι από τη μέλισσα στο βάζο ξεκινά με το νέκταρ των
λουλουδιών. Οι μέλισσες συλλέγουν το νέκταρ, κι ένζυμα στο
σάλιο τους διασπούν τη σακχαρόζη σε γλυκόζη και φρουκτόζη, οι οποίες αποθηκεύονται στις
κερήθρες, για να θρέψουν την κυψέλη κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Στην κερήθρα η περίσσεια
νερού εξατμίζεται μέσω του σταθερού αερισμού από τα φτερά των μελισσών. Το προκύπτον
παχύ, κολλώδες υγρό είναι αυτό που ξέρουμε ως μέλι (βλέπε Πίνακα 1 για τη σύσταση του
μελιού).1
Οι μέλισσες όχι μόνο παράγουν μέλι, αλλά αναλαμβάνουν ένα σημαντικό ρόλο ως επικονιαστές
της σοδειάς. Με δεδομένο το γεγονός ότι το 84% των καλλιεργειών της ΕΕ εξαρτάται από τον
επικονιασμό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέπτυξε μια στρατηγική για την υγεία των μελισσών.4
Πολλαπλοί παράγοντες συμβάλλουν στη μείωση των μελισσών, ένας από αυτούς μπορεί να είναι
τα φυτοφάρμακα, τα οποία παρακίνησαν την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφάλειας Τροφίμων (EFSA) να
εκδώσει οδηγία για την αξιολόγηση των πιθανών κινδύνων των φυτοφαρμάκων στις μέλισσες.5
Σύσταση
Η εποχή, οι περιβαλλοντικές συνθήκες, οι τεχνικές κατεργασίας και οι ποικιλίες του νέκταρ των
λουλουδιών μπορούν όλα να επηρεάσουν τη σύσταση του μελιού, αλλά ουσιαστικά τα κύρια
διατροφικά συστατικά είναι οι υδατάνθρακες (απλά σάκχαρα: φρουκτόζη και γλυκόζη). Εκτός
από νερό, το μέλι περιέχει μικρές ποσότητες πρωτεϊνών, βιταμινών, μετάλλων, ιχνοστοιχείων,
ενζύμων και πολυφαινολών, συμπεριλαμβανομένων των φλαβονοειδών από τη γύρη, τα οποία
μπορούν να βοηθήσουν στην ταυτοποίηση της πηγής του μελιού.6
Το μέλι είναι συνήθως ένα ομοιογενές υγρό που περιέχει ανεπαίσθητα μικρούς κρυστάλλους.
Ωστόσο, παράγοντες όπως η πηγή, η χαμηλή θερμοκρασία αποθήκευσης, η μεγαλύτερη
περίοδος αποθήκευσης και η υψηλότερη περιεκτικότητα σε γλυκόζη, μπορούν όλα να
οδηγήσουν σε κρυστάλλωση: μεγαλύτεροι κρύσταλλοι σχηματίζονται και η υφή γίνεται
τραγανή. Προς στιγμή, η διεργασία μπορεί να αντιστραφεί με ήπια θέρμανση. Όμως, η
θέρμανση και το φιλτράρισμα του μελιού (για καθαρισμό) μπορεί να επιδράσουν αρνητικά στις
ιδιότητές του, για παράδειγμα σκουραίνοντας το χρώμα, καταστρέφοντας ένζυμα και
απομακρύνοντας φλαβονοειδή.
Το μέλι έχει γλυκαιμικό δείκτη (GI) γύρω στο 55, οπότε κατηγοριοποιείται μεταξύ των
τροφίμων με χαμηλό και μέτριο GI, τα οποία οδηγούν σε χαμηλότερη αύξηση της γλυκόζης στο
αίμα σε σύγκριση με τα τρόφιμα υψηλού GI. Μια δίαιτα χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη μπορεί να
είναι ωφέλιμη για διάφορες μεταβολικές καταστάσεις, όπως σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2.12,13
Η απόκριση της γλυκόζης του αίματος επηρεάζεται από τις διαιτητικές ίνες, τα λιπίδια και τις
πρωτεΐνες (που μειώνουν το GI), τις μεθόδους μαγειρέματος και επεξεργασίας και τν συνολική
ποσότητα υδατανθράκων που καταναλώνονται.
Τα νεότερα στοιχεία που δείχνουν ότι το μέλι μπορεί να επηρεάσει τα επίπεδα ορμονών στο
έντερο και να προάγει τον κορεσμό θα πρέπει να επιβεβαιωθούν από μεγαλύτερες κλινικές
δοκιμές, αλλά υποδεικνύουν ίσως κάποιο ρόλο για το μέλι στη διαχείριση του σωματικού
βάρους.9,10 Επίσης, από ερευνητικά στοιχεία φαίνεται ότι η καθημερινή κατανάλωση μελιού
μπορεί να έχει ευεργετική επίδραση στα λιπίδια του αίματος, χωρίς αύξηση του σωματικού
βάρους, σε σύγκριση με ισοδύναμες ποσότητες σακχαρόζης. Ωστόσο, η μελέτη αυτή εξέτασε
μόνο 70 g μελιού την ημέρα, ποσότητα ισοδύναμη με 3,5 μερίδες (~200 kcal).11 Πολλές άλλες
μελέτες για τις ιδιότητες του μελιού στην υγεία, βασίζονται επίσης σε σχετικά υψηλές
προσλήψεις.6 Η αύξηση της διαιτητικής πρόσληψης από οποιαδήποτε πηγή ενέργειας πάνω από
τις ενεργειακές ανάγκες θα οδηγήσει τελικά σε αύξηση βάρους, εκτός αν εξισορροπείται από
αύξηση της σωματικής δραστηριότητας.
Ενώ το μέλι φαίνεται να προσφέρει ορισμένα οφέλη στην υγεία, υπάρχει ανάγκη για
περισσότερα ερευνητικά δεδομένα στον άνθρωπο.
Αναφορές