Sunteți pe pagina 1din 2

Declinarea a III-a - oclusivă

1.- Scrie formele cerute:

Ac sing- πνεῦμα, πνεύματος (τό)


D sing- ἔρις, ἔριδος (ἡ)
G pl - αἴξ, αἰγός (ἡ)
D sing-πόλεμος, πολέμου (ὁ)
Ac sing- σάρξ, σαρκός (ἡ)
G pl - στρατιώτης, -ου (ὁ)
D pl - σάρξ, σαρκός (ἡ)
Ac sing - γύψ, γυπός (ὁ)
N pl - ἐλπίς, ἐλπίδος (ἡ)
Ac sing- στράτευμα, στρατεύματος (τό)

2.- Scrie analiza morfologică:

ὀνόματα
πυραμίδων
ἐλπίδος
σάλπιγγα
ἀγαθά
κόλαξι
πυραμίδα
πατρίδα
σαρξί
ἀγροῦ

3.- Tradu în română:

1.- Αἱ κεναὶ ἐλπίδες φθείρουσι τὴν τῶν ἀνθρώπων εὐδαιμονίαν.


2.- Κοινὴν πατρίδα τὴν Ἑλλάδα νομίζομεν.
3.- Οἱ οἰκέται τὰς τοῦ κυρίου αἶγας θεραπεύουσιν.
4.- Ἡ τῶν περδίκων σάρξ ἀγαθή ἐστιν.
5.- Οἱ στρατιῶται θαυμάζουσιν τὴν μεγάλην πυραμίδα.

4.- Tradu în greacă:

1.-Atenienii distrug tirania dușmanilor.


2.- Îi socotim pe lingușitori suflete goale.
3.- Crainicii anunțau cu trâmbițele expediția dușmanilor și neînțelegerea războiului.
4.-Vulturii mănâncă carnea păsărilor moarte.
5.- Erau capre negre pe câmpia Aticei.
5.- Completați tabelul cu substantivele potrivite:

Tema în labială Tema în dentală Tema în guturală

Vocabular

ἀγγέλλω – a anunța, a vesti μελαίνη – neagră


ἀγρός, -οῦ (ὁ)- câmp νεκρός, -ά, -όν - mort
αἶξ, αἰγός (ἡ)- capră νομίζω - a socoti
ἄνθρωπος, -ου (ὁ) - om οἰκέτης, οἰκέτου (ὁ) - servitor
Ἀθηναῖος, -α, -ον - atenian ὅπλον, -ου (τό) - armă
Ἀττικῆ, -ῆς (ἡ)- Atica ὄρνις, ὄρνιθος (ἡ / ὁ)- pasăre
γύψ, γυπός (ὁ) - vultur πατρίς, πατρίδος (ἡ)- patrie
ἐλπίς, ἐλπίδος (ἡ - speranță πέρδιξ, πέρδικος (ἡ)- potârniche
Ἑλλάς, Ἑλλάδος (ἡ) - Grecia πνεῦμα, πνεύματος (τό) - suflet
ἔρις, ἔριδος (ἡ) – ceartă, neînțelegere πολέμιος, -α, -ον - dușman
ἐσθίω – a mânca πόλεμος, -ου (ὁ) - război
εὐδαιμονία, -ας (ἡ) - fericire πονηρός, -ά, -όν – ticălos, afurisit
θεραπεύω – a îngriji πυραμίς, πυραμίδος (ἡ) - piramidă
κενός, -ή, -όν - gol σάλπιγξ, σάλπιγγος (ἡ) – trâmbiță
κῆρυξ, κήρυκος (ὁ) – crainic, vestitor σάρξ, σαρκός (ἡ) - carne
κοινός, -ή, -όν – comun στράτευμα, -ατος (τό) – expediție
κόλαξ, κόλακος (ὁ) – lingușitor,trădător στρατιώτης, -ου (ὁ) - soldat
κύριος, -ου (ὁ) – stăpân,domn τυραννίς, τυραννίδος (ἡ) - tiranie
μέγας, μεγάλη, μέγαν - mare φθείρω – a distruge

S-ar putea să vă placă și