Documente Academic
Documente Profesional
Documente Cultură
ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗΣ ΣΤΑΥΡΟΣ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
ΜΑΡΤΙΟΣ 2015
Στη σύζυγό μου Δήμητρα, στρατιωτική ιατρό, με την ευχή
να μην χρειαστεί ποτέ να συμβουλευτεί αυτές τις γνώσεις ...
2
Συντομογραφίες
βλ. = Βλέπε
ΔΑΔ = Δίκαιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
ΔΕΣ = Δίκαιο Ενόπλων Συγκρούσεων
ΕΔΔΑ = Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
ed. = Edition
εκδ. = εκδόσεις ή έκδοση
επιμ. = επιμέλεια
επ. = επόμενα
ΕΣΔΑ = Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
ΗΠΑ = Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής
ISAF = International Security Assistance Force
κ.ά = και άλλοι ή και άλλα
ΚΙΔ = Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας
μεταφ. = μετάφραση
μ.Χ. = μετά Χριστού
Νήν = Νόμος
ΝΑΤΟ = Νorth Atlantic Treaty Organization
No = number
ΟΗΕ = Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών
ό.π. = όπως παραπάνω
παρ. = παράγραφος
ΠΔ = Προεδρικό Διάταγμα
ΠΟΥ = Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας
πρβλ. = παράβαλε
σ. = σελίδα
Σ = Σύνταγμα
ΣΓ ’49 = Συνθήκη της Γενεύης του 1949
ΣΠ ’77 = Συμπληρωματικό Πρωτόκολλο (στη ΣΓ ’49) του 1977
συν. = συνεργάτες
τ. = τεύχος
τομ. = τόμος
Vol. ή vol = volume
3
Περιεχόμενα
1. Εισαγωγή……………………………………………………………….6
α. Πρόλογος……………………………………………………….6
β. Ο ρόλος της ιατρικής στις ένοπλες συγκρούσεις.
Ιστορικά στοιχεία……………………………………………….7
γ. Ένοπλες συγκρούσεις και εμπλεκόμενα πρόσωπα………14
1) Έννοια ενόπλων συγκρούσεων…………………….14
2) Μάχιμοι………………………………………………..17
3) Μη μάχιμοι..............................................................18
4) Ιατρικό προσωπικό.................................................18
2. Κύριο μέρος…………………………………………………………...20
α. Βασικές αρχές του Δικαίου των Ενόπλων Συγκρούσεων
(ΔΕΣ)..................................................................................20
1) Στρατιωτική αναγκαιότητα......................................20
2) Ανθρωπισμός.........................................................21
3) Θεωρία «διπλού αποτελέσματος»..........................22
β. «Βιοηθικά» δικαιώματα μάχιμων και μη μάχιμων.
Περιορισμοί..........................................................................23
1) Δικαίωμα στην ιατρική φροντίδα.............................24
α) Θεμελίωση του δικαιώματος........................25
β) Μη μάχιμοι...................................................26
γ) Μάχιμοι........................................................32
1/ Εχθροί...............................................32
2/ Φίλιες δυνάμεις..................................33
2) Ανθρώπινη αξιοπρέπεια.........................................38
α) «Βασανιστήρια»...........................................39
β) Συμμετοχή ιατρικού προσωπικού σε
«βασανιστήρια»...........................................40
γ) Παρεχόμενη προστασία...............................41
δ) Εφαρμοζόμενες πρακτικές και
προβληματισμοί...........................................42
4
3) Αυτονομία...............................................................44
α) Συναίνεση μετά από ενημέρωση.................45
1/ Έννοια και έκταση δικαιώματος........45
2/ Μη μάχιμοι........................................47
3/ Μάχιμοι.............................................49
4/ Ιστορικά παραδείγματα.
Συμπεράσματα.................................52
β) Τήρηση ιατρικού απορρήτου-εχεμύθειας.....56
1/ Έννοια και έκταση δικαιώματος........56
2/ Μάχιμοι-μη μάχιμοι...........................58
γ. Ιατρικό προσωπικό...........................................................61
1) Υποχρεώσεις και δικαιώματα.................................61
2) Ιατρική ουδετερότητα..............................................64
α) Έννοια..........................................................64
β) Λειτουργία εμβλημάτων...............................65
γ) Ασυλία ή αμεροληψία;.................................67
δ) Παραβιάσεις ουδετερότητας........................68
3) Σύγκρουση καθηκόντων στρατιωτικού ιατρικού
προσωπικού...........................................................74
α) Ιατρός ή στρατιώτης;....................................75
β) Ιατρός...........................................................77
γ) Στρατιώτης...................................................78
δ) Πεδία εμφάνισης σύγκρουσης......................80
ε) Πώς μπορεί να επιλυθεί μια σύγκρουση;.....87
4) Προτεραιότητα στην παροχή της ιατρικής
φροντίδας. Ταξινόμηση απωλειών υγείας
(«wartime triage»)...................................................89
α) Έννοια «triage»............................................91
β) Μοντέλα «triage».........................................93
γ) Κριτική..........................................................95
3. Επίλογος......................................................................................98
Βιβλιογραφία………………………………………………………………...102
5
1. Εισαγωγή
α. Πρόλογος
6
ιατρική εντάχθηκε στο κοινωνικό αυτό φαινόμενο, πώς διαμορφώνεται η ιατρική
δεοντολογία σε καιρό πολέμου; «Η ιατρική δεοντολογία (medical ethics) σε
περιόδους ενόπλων συγκρούσεων είναι παρόμοια με την ιατρική δεοντολογία
σε καιρό ειρήνης» επιβεβαιώνει στις κατευθυντήριες οδηγίες του ο Παγκόσμιος
Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ)7. Οι ηθικές δηλαδή υποχρεώσεις του ιατρού απέναντι
στον ασθενή του παραμένουν απόλυτα σταθερές ακόμη και σε κατάσταση
πολέμου. Η άποψη αυτή οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τα διάφορα ηθικά
διλήμματα που αναφύονται κατά την άσκηση της ιατρικής σε καιρό ειρήνης δεν
διαφοροποιούνται σε καιρό πολέμου. Όταν η αγωνιώδης προσπάθεια των
ιατρών για τη διάσωση ανθρώπινων ζωών εμπλέκεται σε μια διαδικασία, της
οποίας ο κύριος σκοπός, η επικράτηση έναντι του αντιπάλου, περιλαμβάνει τον
αφανισμό της ανθρώπινης ζωής, τότε ανακύπτουν αναμφισβήτητα δυσεπίλυτα
διλήμματα. Στα διλήμματα αυτά, που προέρχονται από τη σύγκρουση βασικών
βιοηθικών αρχών, ο πόλεμος με τα δικά του ήθη και έθιμα δίνει νέες διαστάσεις.
Το συμφέρον του κράτους και η «στρατιωτική αναγκαιότητα» (military necessity)
διεκδικούν εφαρμογή στην επίλυση των διαφόρων ζητημάτων και
διαμορφώνουν κατά ένα διαφορετικό τρόπο τις παραπάνω αρχές. Μέσα στο
πλαίσιο αυτό μπορεί να φθάσει κανείς σε μια εκ διαμέτρου αντίθετη άποψη, ότι
«η ιατρική δεοντολογία στον πόλεμο δεν είναι ταυτόσημη με την ιατρική
δεοντολογία σε καιρό ειρήνης»8. Για τη βαθύτερη κατανόηση όλων των
παραπάνω ζητημάτων κρίνεται εδώ σκόπιμη η αναφορά στο ρόλο που
διαδραμάτισε, ανά τους αιώνες, η ιατρική σε καιρό πολέμου.
7
Βλ. World Medical Association, Regulations in Times of Armed Conflict and Other Situations of
Violence (Revised by the 63rd WMA General Assembly, Bangkok, Thailand, Oct. 2012), σ. 1.
8
Βλ. Gross M., Bioethics and Armed Conflict: Mapping the Moral Dimensions of Medicine and War,
Hastings Center report, 2004, σ. 1. Bioethics and Armed Conflict: Moral Dilemmas of Medicine and War,
MIT Press, 2006, σ. 2.
7
βοήθειες, λόγω των περιορισμένων εξελίξεων στην ιατρική επιστήμη και της
επικράτησης του δόγματος «εξολόθρευσης» του αντιπάλου κατά τη διεξαγωγή
του πολέμου. Απέναντι στη βαρβαρότητα του θανάτου του Έκτορα από τον
Αχιλλέα βρίσκονται οι δύο υιοί του Ασκληπιού, μαχητές θεραπευτές, Μακάων
και Ποδαλύριος, προστάτες των χειρούργων και των ιατρών 9. Στα αρχαία
χρόνια η σκληρή πραγματικότητα της μάχης δύσκολα θα μπορούσε να αφήσει
πεδίο εφαρμογής στο ηθικό πρότυπο του όρκου του Ιπποκράτη. Στα σύνορα
της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας υπήρχαν πολλά στρατιωτικά νοσοκομεία και ήταν
συχνή η ύπαρξη ιατρείου στα ρωμαϊκά στρατόπεδα 9. Όταν ο Χριστιανισμός
έγινε η επίσημη θρησκεία του κράτους και υπήρχε η ανάγκη προστασίας του
από τις συνεχείς βαρβαρικές επιδρομές, διαμορφώθηκε από τον Άγιο
Αυγουστίνο (354-430 μ.Χ) η θεωρία του «δίκαιου» πολέμου (just war doctrine,
Bellum Justum)10, η οποία ήταν κυρίως επικεντρωμένη στην ηθική δικαιολόγηση
της απόφασης για την έναρξη του πολέμου παρά στους κανόνες διεξαγωγής
του. Ωστόσο, η θεωρία αυτή επηρέασε την ηθική διδασκαλία και τη διαμόρφωση
του διεθνούς δικαίου του πολέμου αναδεικνύοντας δύο πηγές ηθικής και
νομικής καθοδήγησης σχετικά με τον πόλεμο. Η μία ασχολείται με την
προσφυγή στον πόλεμο και αποτελεί το Jus ad Bellum11, ενώ η άλλη έχει ως
9
Βλ. Bennahum D., Historical Reflections on the Ethics of Military Medicine, Cambridge University
Press, 2006, σ. 345-355.
10
Αναλυτικά για τη θεωρία αυτή βλ. ό.π. Bennahum D., Historical Reflections on the Ethics of Military
Medicine, σ. 348-351. Η έμφαση του Αγίου Αυγουστίνου στην εντιμότητα του δίκαιου πολεμιστή και τον
αμαρτωλό χαρακτήρα του μη δίκαιου εμπολέμου έδινε στον πρώτο μεγάλη διακριτική ευχέρεια στον
τρόπο διεξαγωγής της μάχης. Η θεωρία του Αγίου Αυγουστίνου εξελίχθηκε από τον Θωμά Ακινάτη
(1224-1274), ο οποίος βασιζόμενος στην άποψη του Αριστοτέλη ότι η πολιτική κοινωνία είναι μια
κατεξοχήν «καλή» αναγκαιότητα, υποστήριξε ότι αυτή θα μπορούσε να γίνει αντικείμενο υπεράσπισης
και προστασίας και ότι ο πόλεμος, κάτι «κακό», θα μπορούσε να δικαιολογηθεί υπό τρεις προϋποθέσεις:
α) αρμόδια αρχή (ο πόλεμος θα πρέπει να διεξαχθεί στο πλαίσιο της συνταγματικής αρχής της πολιτείας),
β) δίκαιη αιτία (ο πόλεμος θα πρέπει να διεξαχθεί σε νόμιμη αυτοάμυνα και γ) ορθή πρόθεση (ο πόλεμος
πρέπει να επιδιωχθεί μόνο για την επίτευξη του σκοπού της δίκαιης αιτίας, χωρίς μίσος ή την επιθυμία
για εκδίκηση, και προκειμένου να καθιερωθεί μια δίκαιη και διαρκής ειρήνη). Σημαντική υπήρξε και η
συμβολή του Ολλανδού νομικού Hugo Grotius (επηρεασμένου και από τη βαρβαρότητα του
Τριαντακονταετή Πολέμου, 1618-1648) με το έργο του De Jure Belli ac Pacis (1625), που αποτελεί την
απαρχή του διεθνούς δικαίου του πολέμου. Η επιρροή της θεωρίας αυτής σταδιακά ελαττώνεται με τη
δημιουργία του έθνους-κράτους. Τον 18ο αιώνα ο πόλεμος δεν θεωρείται πλέον δίκαιος ή άδικος, αλλά
ένα γεγονός της ζωής και δίδεται βάρος στις νομικές συνέπειες του πολέμου. Επίσης, αναλυτικά για τη
σύγχρονη εφαρμογή της θεωρίας βλ. O’Brien W., Arend A., Just War Doctrine and the International
Law of War, στο Lounsbury D., Bellamy R. (επιμ.), Textbooks οf Military Medicine: Military Medical
Ethics vol. 1 (Borden Institute), Office of the Surgeon General at TMM Publications, 2003, σ. 221-230,
όπου αναφέρονται δύο ακόμη προϋποθέσεις δικαιολόγησης του πολέμου: α) συγκριτική δικαιοσύνη, ως
αναγνώριση του χαρακτήρα των αντιτιθέμενων καθεστώτων (δημοκρατίες-ολοκληρωτικά καθεστώτα)
και β) προσφυγή στην ένοπλη βία μόνο μετά την εξάντληση όλων των ειρηνικών μέσων.
11
Βλ. Μαρούδα Ν., Το Ανθρωπιστικό Δίκαιο των Ενόπλων Συρράξεων, κεφ. 17, στον τόμο
Αντωνόπουλου Κ., Μαγκλιβέρα Κ. (επιμ.), Δίκαιο Διεθνούς Κοινωνίας, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα
2011, σ. 519-520. Χατζηκωνσταντίνου K., Προσεγγίσεις στο Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο, εκδ. Σιδέρης,
Αθήνα 1999, σ. 59-62. Ό.π. O’Brien W., Arend A., Just War Doctrine and the International Law of War,
8
αποστολή να ρυθμίσει τους κανόνες διεξαγωγής του μετριάζοντας τις οδυνηρές
του συνέπειες και αποτελεί το Jus in Bello12, με το οποίο βέβαια θα
ασχοληθούμε εδώ εκτενέστερα, καθώς επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την άσκηση
της ιατρικής στον πόλεμο.
Ο «ιπποτισμός» κατά τον Μεσαίωνα συνέβαλε κατά ένα βαθμό στη
διαμόρφωση προς το καλύτερο της συμπεριφοράς των εμπολέμων,
τουλάχιστον για τους ευγενείς, καθώς επέβαλε πιο πολιτισμένους τρόπους κατά
τη μάχη και ένα minimum φροντίδας και αμοιβαιότητας. Τα χρόνια αυτά οι
Σταυροφορίες εισήγαγαν μια καινούρια στάση απέναντι σε Χριστιανούς
αιχμαλώτους, σε γηροκομεία και νοσοκομεία, η οποία έδινε την αίσθηση εθίμου,
αν όχι κανόνα, στις πρακτικές του πολέμου 13. Γενικότερα όμως, παρατηρείται η
έλλειψη οποιασδήποτε οργανωμένης φροντίδας υγείας για τους εμπολέμους,
καθώς οι πόλεμοι διεξάγονται μεταξύ βασιλέων και όχι μεταξύ εθνών-κρατών
και απουσιάζει κεντρική διοίκηση και σταθερό στράτευμα. Συχνά μάλιστα, εκτός
της στρατηγικής, απουσιάζουν και οι κανόνες. Άλλωστε, η αξία των στρατιωτών
είναι αναλώσιμη για τους άρχοντές τους. Την εποχή αυτή κατά τις εχθροπραξίες
σκοτώνεται ένας μεγάλος αριθμός στρατιωτών, αλλά αυτό που κυριολεκτικά
αποδεκατίζει τα αντίπαλα στρατεύματα είναι οι μεταδοτικές ασθένειες,
παράδοση που θα συνεχιστεί έως τον 19ο αιώνα14.
Η ανάπτυξη της τεχνολογίας κατά την Αναγέννηση (ανακάλυψη
πυρίτιδας) μετέβαλε ριζικά και τη μορφή των τραυμάτων που είχαν να
αντιμετωπίσουν οι χειρούργοι της εποχής στο πεδίο της μάχης. Με την άρση
από την πλευρά της Εκκλησίας της απαγόρευσης των νεκροτομών
παρατηρήθηκαν τον 16ο αιώνα άλματα στον τομέα της ανατομικής και
διαμορφώθηκε μια νέα σημαντική στρατιωτική ιατρική φιγούρα στους
ευρωπαϊκούς στρατούς, οι στρατιωτικοί κουρείς-χειρούργοι (barber-surgeons),
οι οποίοι σταδιακά απέκτησαν γνώσεις και εμπειρίες και ανέπτυξαν νέες
σ. 224-225.
12
Βλ. ό.π. Μαρούδα Ν., Το Ανθρωπιστικό Δίκαιο των Ενόπλων Συρράξεων, σ. 519-520.
Χατζηκωνσταντίνου K., Προσεγγίσεις στο Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο, σ. 25-56. O’Brien W., Arend
A., Just War Doctrine and the International Law of War, σ. 225-226.
13
Βλ. ό.π. Bennahum D., Historical Reflections on the Ethics of Military Medicine, σ. 348. Επίσης, βλ.
χαρακτηριστικά http://en.wikipedia.org/wiki/Knights_Hospitaller για το Τάγμα Ιπποτών του Αγίου
Ιωάννη (Knights Hospitalers), το οποίο είχε αφοσιωθεί στη φροντίδα των φτωχών, ασθενών και
τραυματισμένων προσκυνητών των Αγίων Τόπων.
14
Βλ. Burber-surgeons, MASH and Mayhem: A History of Military Medicine. Αναρτημένο στην
ιστοσελίδα: http://academic.mu.edu/meissnerd/mash.html. Ανάκτηση:18/5/2014.
9
θεραπείες για την αντιμετώπιση των νέων μορφών τραυμάτων 15. Ο
διασημότερος εξ αυτών ήταν ο Αμβρόσιος Παρέ, ο οποίος υιοθέτησε την τεχνική
της χειρουργικής απολινώσεως των αιμορραγούντων αγγείων με βελόνες και
ράμματα από νήματα και έβαλε τέλος στη φρικαλέα πρακτική του καυτηριασμού
των τραυμάτων με πυρωμένο σίδερο ή ζεματιστό λάδι 16. Την εποχή αυτή βέβαια
η χρήση των υπηρεσιών των χειρούργων αυτών αποτελούσε περισσότερο
προνόμιο των αξιωματικών παρά των κοινών στρατιωτών, που έπρεπε να
πληρώσουν για να τύχουν της αναγκαίας ιατρικής φροντίδας.
Η θεσμοθέτηση του ιατρικού επαγγέλματος με την καθιέρωση
πανεπιστημιακής εκπαίδευσης κατά τον 18ο αιώνα σε συνδυασμό με την
προσπάθεια οργάνωσης των στρατών της εποχής σε όλους τους τομείς
οδήγησε στην παροχή πιο αποτελεσματικής στρατιωτικής ιατρικής φροντίδας,
ανεξαρτήτως βαθμού. Η δημιουργία ενός οργανωμένου συστήματος
στρατιωτικής ιατρικής, σε επίπεδο επαγγελματικό, συνέβαλε στην προστασία
της υγείας των στρατιωτών, καθώς βελτιώθηκαν οι συνθήκες υγιεινής και το
παρεχόμενο συσσίτιο και κρίθηκαν απαραίτητες για την είσοδο στην ενεργό
υπηρεσία ορισμένες στοιχειώδεις ιατρικές εξετάσεις. Επίσης, καθιερώθηκε ο
υποχρεωτικός μαζικός εμβολιασμός των στρατευμάτων, αν και οι ασθένειες
εξακολουθούσαν να αποτελούν μεγαλύτερη απειλή από τα εχθρικά πυρά. Την
εποχή αυτή όμως, δεν υπάρχει οργανωμένο σύστημα διακομιδών των
απωλειών υγείας από το μέτωπο στα νοσοκομεία εκστρατείας, με αποτέλεσμα
να επιφορτίζονται οι ίδιοι οι τραυματίες με το καθήκον αυτό, εφόσον βέβαια ήταν
σε θέση να το πράξουν. Διαφορετικά, ήταν αναγκασμένοι να αναμένουν το
τέλος της μάχης17! Τέλος, αξιοσημείωτο είναι ότι τον αιώνα αυτό παρατηρείται
για πρώτη φορά η εφαρμογή της αρχής της «ουδετερότητας» των τραυματιών
και ασθενών, έστω και ad hoc, κατόπιν συμφωνίας των εμπολέμων, η οποία σε
συνδυασμό με την απομάκρυνση του ιατρικού προσωπικού από τη δυναμική
των συγκρούσεων οδήγησε στη μείωση των απωλειών και στην ανάγκη για
15
Βλ. ό.π. Burber-surgeons, MASH and Mayhem: A History of Military Medicine για τις δύο προκλήσεις
που αντιμετώπιζαν οι στρατιωτικοί χειρούργοι: τον μεγάλο αριθμό τραυμάτων από σφαίρες και το
μεγάλο ποσοστό μετεγχειρητικών λοιμώξεων. Η έλλειψη μάλιστα γνώσεων σχετικά με τις πραγματικές
αιτίες των λοιμώξεων, την υγιεινή και την αναισθησία είχε ως αποτέλεσμα μια σημαντική αύξηση στους
ακρωτηριασμούς κατά τις μάχες τον 17ο αιώνα και την περαιτέρω μόλυνση των τραυμάτων.
16
Βλ. Μαρκέτο Σ., Εικονογραφημένη Ιστορία της Ιατρικής, εκδ. Ζήτα, Αθήνα 2008, σ. 171-195.
Παροιμιώδης μάλιστα έμεινε η φράση του, που χαράχθηκε και στον τάφο του: «Εγώ τον ενοσήλευσα, ο
Θεός τον εθεράπευσε».
17
Βλ. Gabriel R., Metz K., A History of Military Medicine Volume II: From the Renaissance through
Modern Times, New York: Greenwood Press, 1992, σ. 99-110.
10
αύξηση του προσωπικού που είχε ως αποστολή τη φροντίδα των διασωθέντων
τραυματιών18.
Τον 19ο αιώνα και κυρίως κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων
(1799-1815) η αύξηση του μεγέθους των στρατών σε συνδυασμό με την
τεχνολογική ανάπτυξη (πυροβόλα όπλα) στον τομέα της πολεμικής βιομηχανίας
οδήγησε στη δραματική αύξηση του ποσοστού των θυμάτων. Το γεγονός αυτό
υποχρέωσε το ιατρικό προσωπικό του Ναπολέοντα να αναπτύξει «ιπτάμενα»
ασθενοφόρα για την εκκένωση των τραυματιών από το πεδίο της μάχης και να
χρησιμοποιήσει εκπαιδευμένο προσωπικό για την παροχή φροντίδας υγείας 19.
Την εποχή αυτή δεσπόζει η μορφή του στρατιωτικού χειρούργου Dominique -
Jean Larrey (1766–1842), που διαμόρφωσε ένα μεθοδικό σύστημα φροντίδας
των απωλειών μάχης20. Ωστόσο, προσπάθειες για τη βοήθεια των τραυματιών,
όπως αυτές του Larrey κατά τους Ναπολεόντειους Πολέμους, της Florence
Nightingale κατά τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1854-1856) και του Francis Lieber κατά
τον Αμερικανικό Εμφύλιο (1861-1865) συχνά συναντούσαν αντιδράσεις. Η
εποχή αυτή, που χαρακτηρίζεται από την εγκατάλειψη των τραυματιών στη
μάχη του Σολφερίνο το 1859 (κατά τη διάρκεια του Γαλλο-Αυστριακού Πολέμου)
και τις άθλιες συνθήκες στα στρατιωτικά νοσοκομεία κατά τον Κριμαϊκό Πόλεμο,
έχει σημαδευτεί από την προσωπικότητα του Ελβετού τραπεζίτη Ερρίκου
Ντυνάν (1828-1910)21. Το αμερόληπτο ανθρωπιστικό του έργο για τους
τραυματίες στην παραπάνω μάχη και το βιβλίο του «Αναμνήσεις από το
Σολφερίνο» οδήγησαν στη δημιουργία το 1863 ενός οργανισμού που εξελίχθηκε
αργότερα στην Επιτροπή του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, καθώς και στην
πρώτη Συνθήκη της Γενεύης το 1864 για τη βελτίωση της τύχης των τραυματιών
18
Βλ. Gunn Μ., McCoubrey Η., Μedical Ethics and the Laws of Armed Conflict, σ. 134. Αναρτημένο
στην ιστοσελίδα: http://heinonline.org . Ανάκτηση: 17/10/2013. Η δήλωση μάλιστα του Βασιλιά της
Γαλλίας Λουδοβίκου 15ου κατά τη μάχη στη Fontenoy το 1745 ότι «οι τραυματίες του εχθρού θα πρέπει
να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, όπως και οι Γάλλοι τραυματίες, διότι από τη στιγμή που
τραυματίζονται δεν είναι πλέον εχθροί», έθεσε τη βάση για τη Συνθήκη της Γενεύης του 1864.
19
Βλ. ό.π. Gross M., Bioethics and Armed Conflict: Moral Dilemmas of Medicine and War, σ. 4-5.
Bennahum D., Historical Reflections on the Ethics of Military Medicine, σ. 351-352.
20
Βλ. για το σύστημα αυτό του Larrey αναλυτικά Baker R., Strosberg M., Triage and Equality: An
Historical Reassessment of Utilitarian Analysis of Triage, Kennedy Institute of Ethics Journal, Vol. 2,
No. 2, 1992, σ. 110-113. Πρωταρχικό του μέλημα υπήρξε η δίκαιη κατανομή των σπάνιων ιατρικών
προμηθειών με την ανάπτυξη ενός συστήματος έγκαιρης και μεθοδικής συμπαράστασης που λαμβάνεται
από τους τραυματίες στο πεδίο της μάχης. Χρησιμοποίησε στρατιώτες που διατέθηκαν για τη μεταφορά
των τραυματιών σε κινητούς ιατρικούς σταθμούς κοντά στο μέτωπο («flying ambulances»). Η
«μεθοδική» πλευρά του συστήματος αυτού απαιτούσε την παρουσία χειρούργων στο πεδίο της μάχης,
προκειμένου να ταξινομούν τους τραυματίες σε κατηγορίες καθορίζοντας προτεραιότητες θεραπείας.
21
Βλ. ό.π. Gunn Μ., McCoubrey Η., Μedical Ethics and the Laws of Armed Conflict, σ. 133-136.
11
κατά τη μάχη, από την οποία μάλιστα προήλθε ένας ολόκληρος κλάδος του
διεθνούς δικαίου, το Δίκαιο των Ενόπλων Συγκρούσεων (ΔΕΣ) 22. Παρά τις
καινοτομίες αυτές όμως, ένα «παλαιό» πρόβλημα παρέμενε, οι ασθένειες. Κατά
τον Ρωσο-Ιαπωνικό Πόλεμο του 1905 για πρώτη φορά πέθαναν περισσότεροι
άντρες από τα τραύματά τους παρά από τις ασθένειες! Τον αιώνα αυτό η
βελτίωση της αναισθησίας και η χρήση των αντισηπτικών συνέβαλαν στην
εξέλιξη της στρατιωτικής ιατρικής, η οποία διαμορφώθηκε ως θεσμός με τη
μορφή που σήμερα γνωρίζουμε τον επόμενο αιώνα23.
Ο 20ος αιώνας περιλαμβάνει αναμφισβήτητα τις πιο καταστροφικές
συγκρούσεις στην ιστορία της ανθρωπότητας. Αρκεί να θυμηθεί κανείς τον
πόλεμο χαρακωμάτων και τη χρήση αερίων κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο
(1914-1918), την εισβολή του Μουσολίνι στην Αιθιοπία (1935) και της Ιαπωνίας
στην Κίνα (1931, Σινο-Ιαπωνικός Πόλεμος 1937-1945), φθάνοντας μέχρι το
Ολοκαύτωμα κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1939-1945). Ο αιώνας
συνεχίζεται με τον πόλεμο της Κορέας (1950-1953) και του Βιετνάμ (1965-1974)
και ολοκληρώνεται με τους πολέμους στη Μέση Ανατολή (Αραβοϊσραηλινές
συρράξεις 1967, 1973, 1982), τον πόλεμο Ιράν-Ιράκ (1980-1988), τον πόλεμο
του Περσικού Κόλπου (1991, 2003) και την επέμβαση του ΝΑΤΟ στη
Γιουγκοσλαβία (1999). Ο αιώνας αυτός απέδειξε τις οδυνηρές συνέπειες της
πολεμικής τεχνολογίας, κυρίως στον άμαχο πληθυσμό. Ο πόλεμος είναι πλέον
ολοκληρωτικός! Μέσα στο πλαίσιο αυτό η στρατιωτική ιατρική, ειδικά μετά τον
Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σημειώνει αξιόλογη πρόοδο. Από τη μία η ανακάλυψη
των αντιβιοτικών (σουλφαμίδες, πενικιλλίνη), η κατανόηση των αιτιών του
χειρουργικού σοκ και η κοινή χρήση των μεταγγίσεων αίματος και από την άλλη
η ανάπτυξη των μηχανοκίνητων διακομιδών και των αεροδιακομιδών των
απωλειών υγείας συνέβαλαν αποφασιστικά στην αύξηση των ποσοστών
επιβίωσης των σοβαρά τραυματισμένων24. Κατά τη διάρκεια του πολέμου της
22
Βλ. για τον καθοριστικό ρόλο του Ερρίκου Ντυνάν στη διαμόρφωση της ιατρικής δεοντολογίας, αλλά
και των νομικών κανόνων κατά τη διάρκεια ενόπλων συγκρούσεων αναλυτικά ό.π. Gross M., Bioethics
and Armed Conflict: Moral Dilemmas of Medicine and War, σ. 6-7. Gunn Μ., McCoubrey Η., Μedical
Ethics and the Laws of Armed Conflict, σ. 133-136. Σε απότιση μάλιστα φόρου τιμής προς την Ελβετία,
το εραλδικό σύμβολο του ερυθρού σταυρού επί λευκού βάθους, σχηματιζόμενο με αντιστροφή των
ομοσπονδιακών χρωμάτων, διατηρείται ως έμβλημα και διακριτικό σήμα της υγειονομικής υπηρεσίας
των στρατών.
23
Βλ. ό.π. Bennahum D., Historical Reflections on the Ethics of Military Medicine, σ. 352. Gabriel R.,
Metz Κ., A History of Military Medicine Volume II: From the Renaissance through Modern Times, σ.
152.
24
Βλ. ό.π. Burber-surgeons, MASH and Mayhem: A History of Military Medicine.
12
Κορέας κατέστη δυνατή η παροχή υψηλού επιπέδου χειρουργικής φροντίδας,
όσο το δυνατόν πιο κοντά στο θέατρο των επιχειρήσεων, με την ανάπτυξη των
Κινητών Χειρουργικών Νοσοκομείων Εκστρατείας (ΚΙΧΝΕ- MASH: Mobile Army
Surgical Hospital units)25. Στις μονάδες αυτές μάλιστα εφαρμόστηκαν
καινοτόμες πρακτικές για την αντιμετώπιση αγγειακών τραυματισμών, που
υιοθετήθηκαν και από την πολιτική ιατρική κοινότητα 26. Στον αντίποδα της
εξαιρετικής στρατιωτικής ιατρικής περίθαλψης που άφησαν ως κληρονομιά κατά
τη διάρκεια των παραπάνω συγκρούσεων τα δυτικά κυρίως έθνη βρίσκεται ο
συστηματικός διωγμός και η γενοκτονία διαφόρων ομάδων από τη ναζιστική
Γερμανία και τους συνεργάτες της. Ο σχεδιασμός αυτού του Ολοκαυτώματος
βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στους ιατρούς, καθώς αυτοί ενεπλάκησαν στην
ευθανασία των ανιάτως πασχόντων και των ψυχικά ασθενών (Πρόγραμμα Τ-4),
διεξήγαγαν πειράματα με θανατηφόρα αέρια και ήταν επικεφαλής στρατοπέδων
συγκέντρωσης. Είναι πάντως άξιο να απορεί κανείς πως οι Γερμανοί ιατροί
ανέχθηκαν ή πολύ περισσότερο συμμετείχαν στα προγράμματα αυτά
γενοκτονίας!27 Η δίκη των ιατρών αυτών μετά το τέλος του πολέμου οδήγησε
στη διατύπωση του Κώδικα της Νυρεμβέργης28, ενός κειμένου που διαμόρφωσε
τις βασικές βιοηθικές αρχές στην ιατρική έρευνα με αντικείμενο τον άνθρωπο
και ενέπνευσε συναφή μεταγενέστερα κείμενα με δεσμευτική ή μη ισχύ.
Η απειλή μαζικών καταστροφών εξακολουθεί να υπάρχει και στον αιώνα
μας, αν και η ανθρωπότητα έχει κάνει αρκετά βήματα για την αποτροπή τους.
Στο σύγχρονο διεθνές περιβάλλον οι ένοπλες συγκρούσεις λαμβάνουν κυρίως
τη μορφή εσωτερικών συγκρούσεων (εμφύλιοι πόλεμοι), «ανθρωπιστικών»
επεμβάσεων για τη διατήρηση και επιβολή της ειρήνης, καθώς επίσης και τη
μορφή της μάχης κατά της «διεθνούς τρομοκρατίας». Οι συγκρούσεις αυτές
όμως, δημιουργούν διαφορετικής φύσης διλήμματα και δυσκολίες στην άσκηση
25
Βλ. ό.π. Gabriel R., Metz Κ., A History of Military Medicine Volume II: From the Renaissance through
Modern Times, σ. 257.
26
Βλ. Apel Jr. and Pat, Otto F., MASH: An Army Surgeon in Korea, Lexington: The University Press of
Kentucky, 1998, σ. 169-177.
27
Βλ. αναλυτικά για τους λόγους και τους παράγοντες που επηρέασαν τη συμμετοχή των ιατρών Proctor
R., Nazi Medical Ethics: Ordinary Doctors?, στο Lounsbury D., Bellamy R. (επιμ.), Textbooks οf
Military Medicine: Military Medical Ethics vol. 2 (Borden Institute), Office of the Surgeon General at
TMM Publications, 2003, σ. 401-421. Lifton RJ, The Nazi Doctors: Medical Killing and the Psychology
of Genocide, New York: Basic Books, 1986, σ. 4–6. Επίσης, βλ. Proctor R., Nazi Science and Nazi
Medical Ethics: Some Myths and Misconceptions, Perspectives in Biology and Medicine, Vol. 43, No. 3,
The Johns Hopkins University Press, 2000, σ. 335-346 για μια διαφορετική προσέγγιση του θέματος από
τη σκοπιά της πολυπλοκότητας της ιατρικής στην πιο σκοτεινή της ώρα.
28
Βλ. http://wikipedia.qwika.com/en2el/Nuremberg_Code.
13
της ιατρικής. Ποιος λοιπόν είναι ο ρόλος του ιατρού στις σύγχρονες πολεμικές
συγκρούσεις; Εάν ισχύει η άποψη του Αριστοτέλη ότι η κοινωνία έχει δικαίωμα
να προστατεύσει τον εαυτό της, κάποιος μπορεί κάλλιστα να αναρωτηθεί αν
αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί με όλα τα μέσα. Θα μπορούσε δηλαδή ο
ιατρός να συμμετέχει σε ανακρίσεις ή βασανιστήρια αιχμαλώτων πολέμου,
ακόμη κι αν ο ρόλος του περιοριζόταν στην εκτίμηση ή και ενίσχυση της
αντοχής τους σε αυτά; Παραμένει η ιατρική σε καιρό πολέμου ένα «ευγενές»
λειτούργημα διατηρώντας τις υψηλότερες των ηθικών αξιών και αρχών; Σε
τέτοιου είδους ερωτήματα θα γίνει προσπάθεια στη συνέχεια να δοθούν
απαντήσεις. Μέσα από αυτήν την ιστορική αναδρομή αυτό που μπορεί
καταρχήν να συμπεράνει με βεβαιότητα κανείς είναι το ότι ο πόλεμος αποτέλεσε
ένα μεγάλο «δάσκαλο» και μια μεγάλη πρόκληση για τους ιατρούς, στην οποία
η πλειοψηφία τους ανταποκρίθηκε μένοντας προσηλωμένη σε υψηλά ηθικά
πρότυπα, συχνά μάλιστα θέτοντας σε κίνδυνο και την ίδια τους τη ζωή.
29
Βλ. για ορισμό ό.π. Χατζηκωνσταντίνου K., Προσεγγίσεις στο Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο,
σ. 25-26. Αποτελεί τμήμα του Διεθνούς Δημοσίου Δικαίου και αποτελείται από κανόνες, που σε καιρό
ενόπλων συγκρούσεων προσπαθούν να προστατεύσουν τα άτομα που δεν λαμβάνουν ή δεν λαμβάνουν
πλέον μέρος στις εχθροπραξίες και να περιορίσουν τις μεθόδους και τα μέσα που χρησιμοποιούνται κατά
τη διάρκειά τους. Οι κανόνες αυτοί, συμβατικοί ή εθιμικοί, επιλύουν ζητήματα ανθρωπιστικού
ενδιαφέροντος προερχόμενα ευθέως από τις ένοπλες συγκρούσεις, ασχέτως αν έχουν διεθνή ή μη
14
θύματα των συγκρούσεων, στα οποία κατά κανόνα εφαρμόζεται η ιατρική.
Ειδικότερα, το ΔΕΣ εφαρμόζεται σε περιπτώσεις κηρυχθέντος πολέμου ή
οποιασδήποτε άλλης ένοπλης σύγκρουσης μεταξύ δύο ή περισσότερων
συμβαλλομένων (στις διεθνείς συμβάσεις που συνιστούν το ΔΕΣ) μερών, ακόμη
κι όταν η κατάσταση πολέμου δεν αναγνωρίζεται από το ένα εκ των μερών,
καθώς και σε όλες τις περιπτώσεις μερικής ή ολικής κατοχής εδάφους του
συμβαλλομένου μέρους, ακόμη κι αν αυτή συντελέστηκε χωρίς αντίσταση,
σύμφωνα με το κοινό άρθρο 2 των τεσσάρων Συμβάσεων της Γενεύης του 1949
(ΣΓ ’49). Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι συμβάσεις αυτές σε
μεγάλη έκταση αντιπροσωπεύουν μέρος του εθιμικού δικαίου του πολέμου και
ως εκ τούτου αποτελούν jus cogens, που δεσμεύει κάθε κράτος, ανεξάρτητα αν
είναι συμβαλλόμενο μέρος στις υπόψη συνθήκες ή όχι30. Το Πρώτο
Συμπληρωματικό στις ΣΓ ’49 Πρωτόκολλο του 1977 (ΣΠ ’77 Ι) επεξέτεινε το
κοινό άρθρο 2 και περιέλαβε και τις ένοπλες συγκρούσεις εναντίον
αποικιοκρατικής κυριαρχίας και ξένης κατοχής και εναντίον ρατσιστικών
καθεστώτων κατά την άσκηση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης των λαών.
Όλες οι παραπάνω περιπτώσεις αφορούν σε διεθνείς συγκρούσεις. Με
το Δεύτερο Συμπληρωματικό Πρωτόκολλο του 1977 (ΣΠ ’77 ΙΙ) η προστασία
των θυμάτων των συρράξεων επεκτάθηκε και σε μη διεθνείς (εσωτερικές)
συγκρούσεις, που λαμβάνουν χώρα στο έδαφος ενός συμβαλλόμενου μέρους
μεταξύ των ενόπλων δυνάμεών του και αντιπάλων ενόπλων δυνάμεων ή άλλων
οργανωμένων ενόπλων ομάδων που, κάτω από υπεύθυνη διοίκηση, ασκούν
τέτοιας μορφής έλεγχο σε τμήμα του εδάφους του παραπάνω μέρους, που να
τους δίνει τη δυνατότητα διενέργειας συνεχών και συνδυασμένων στρατιωτικών
επιχειρήσεων και εφαρμογής του ΣΠ ’77 ΙΙ (άρθρο 1 παρ. 1). Το ΣΠ ’77 ΙΙ ρητά
εξαιρεί την εφαρμογή του σε καταστάσεις εσωτερικών αναταραχών και
εντάσεων, όπως ταραχών, μεμονωμένων και σποραδικών πράξεων βίας και
άλλων πράξεων παρόμοιας φύσης (άρθρο 1 παρ. 2). Στις καταστάσεις αυτές
χαρακτήρα, και εφαρμόζονται εξίσου στα μέρη μιας σύγκρουσης, ανεξάρτητα του ποιος είναι υπεύθυνος
για την έναρξη των εχθροπραξιών και αν οι εμπόλεμοι αναγνωρίζονται μεταξύ τους. Έχει δύο κλάδους:
το Δίκαιο της Γενεύης, που διαφυλάττει τα άτομα που δεν συμμετέχουν ενεργά στις εχθροπραξίες, και το
Δίκαιο της Χάγης, που περιορίζει τα μέσα βλάβης των αντιπάλων. Οι κλάδοι αυτοί συχνά
αλληλοσυμπληρώνονται.
30
Βλ. Henckaerts J-M., Study on customary international humanitarian law: A contribution to the
understanding and respect for the rule of law in armed conflict, International Review of the Red Cross,
No. 87, 2005, σ. 175-212. Ό.π. Μαρούδα Ν., Το Ανθρωπιστικό Δίκαιο των Ενόπλων Συρράξεων, σ. 959-
962.
15
διεκδικεί εφαρμογή το εσωτερικό δίκαιο, ενώ συχνά καλείται σε εφαρμογή και το
Διεθνές Δίκαιο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΔΑΔ) 31 πληρώνοντας το κενό
των περιπτώσεων όπου το ΔΕΣ δεν ενεργοποιείται, λόγω της έλλειψης των
προϋποθέσεων εφαρμογής του32.
Γενικά, στη σύγχρονη γεωπολιτική πραγματικότητα παρατηρείται μια
ασάφεια στη διάκριση μεταξύ των διαφόρων τύπων συγκρούσεων, η οποία
βέβαια συχνά συντηρείται τεχνητά για πολιτικούς λόγους και σε συνδυασμό με
τη δυνατότητα συνύπαρξης περισσότερων μορφών σε μία σύγκρουση οδηγεί
σε ένα «θολό» νομικό πλαίσιο. Το υψηλό επίπεδο προστασίας που
απολαμβάνουν οι διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις διαδέχεται ένα πολύ πιο
χαμηλό και αναποτελεσματικό επίπεδο για τις μη διεθνείς, το οποίο με τη σειρά
του καταλήγει σε ένα σχεδόν ανύπαρκτο πεδίο προστασίας στις εσωτερικές
ταραχές. Είναι αξιοσημείωτο ότι τα κράτη που έχουν ως επί το πλείστον
εμπλακεί τα τελευταία χρόνια σε ένοπλες συρράξεις (ΗΠΑ, Ισραήλ, Ιράν, Ιράκ
κ.α.) δεν έχουν επικυρώσει ή έχουν εκφράσει επιφυλάξεις ως προς
συγκεκριμένα άρθρα των δύο Συμπληρωματικών στις ΣΓ ’49 Πρωτοκόλλων του
1977. Επιπλέον, οι σύγχρονες συρράξεις χαρακτηρίζονται από το στοιχείο της
μεταβλητότητας, οπότε η απόδοση νομικών χαρακτηρισμών σε αυτές ενέχει
σημαντικό ποσοστό υποκειμενικότητας και εμπειρικότητας 33. Υπάρχουν μάλιστα
συγκρούσεις, όπου η καθ’ ύλην αρμοδιότητα του ΔΕΣ κλονίζεται, όπως οι
στρατιωτικές επιχειρήσεις «εκτός πολέμου»34, οι ανθρωπιστικές επεμβάσεις, οι
ειρηνευτικές επιχειρήσεις ή η μάχη κατά της «διεθνούς τρομοκρατίας» 35. Για
τους παραπάνω λόγους η παρούσα ανάλυση θα περιοριστεί στις περιπτώσεις
31
Βλ. για ορισμό ό.π. Μαρούδα Ν., Το Ανθρωπιστικό Δίκαιο των Ενόπλων Συρράξεων, σ. 525. Αποτελεί
τμήμα του Διεθνούς Δημοσίου Δικαίου , το οποίο έχει στόχο να προστατεύσει τα δικαιώματα των
προσώπων σε κάθε περίσταση από την αυθαίρετη «κρατική» εξουσία.
32
Βλ. για την τάση αλληλοσυμπλήρωσης και σύγκλισης μεταξύ του ΔΕΣ και του ΔΑΔ Γιαρένη Ε., Η
αλληλεπίδραση μεταξύ Δικαίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου: Μία
ιστορική προσέγγιση, Ποινική Δικαιοσύνη, τ. 1, 2008. Footer K., Rubenstein L., A Human Rights
Approach to Health Care in Conflict, Ιnternational Review of the Red Cross, Vol. 95, No. 889, 2013.
Κύρκο Σ., Ορισμένες σκέψεις με αφορμή τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων
Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ) και ιδίως την απόφαση της 12-12-01 επί της υπ’ αρ. 52207/99 προσφυγής των
Bancovic και λοιπών κατά χωρών-μελών της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας (ΝΑΤΟ), Ποινική Δικαιοσύνη,
τ. 12, 2006.
33
Βλ. ό.π. Χατζηκωνσταντίνου K., Προσεγγίσεις στο Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο, σ. 20-21.
Μορτόπουλο Κ., Εισαγωγή στο Διεθνές Επιχειρησιακό Δίκαιο: Μαθήματα Νομικής Ανάλυσης των
Στρατιωτικών Επιχειρήσεων στο ΝΑΤΟ και Άλλους Διεθνείς Οργανισμούς, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-
Θεσσαλονίκη 2009, σ. 131-133.
34
Βλ. ό.π. Μορτόπουλο Κ., Εισαγωγή στο Διεθνές Επιχειρησιακό Δίκαιο: Μαθήματα Νομικής Ανάλυσης
των Στρατιωτικών Επιχειρήσεων στο ΝΑΤΟ και Άλλους Διεθνείς Οργανισμούς, σ. 86-99. Για παράδειγμα,
μια επέμβαση του ΝΑΤΟ, μετά από απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, στα εσωτερικά μιας
χώρας για την αποκλιμάκωση μιας έντονης κοινωνικοπολιτικής ανωμαλίας.
16
που εφαρμόζεται το ΔΕΣ ως lex specialis, καθώς και σε ορισμένες περιπτώσεις
που κατ’ εξαίρεση μπορεί να προσφέρει ερμηνευτικά λύσεις το ΔΑΔ.
Μέσα στα δυσδιάκριτα αυτά πλαίσια των σύγχρονων ενόπλων
συγκρούσεων έρχονται να προστεθούν έννοιες που μεταβάλουν ριζικά την
κλασική σχέση ιατρού-ασθενή: οι μάχιμοι (combatants) και οι μη μάχιμοι
(noncombatants, hors de combat).
2) Μάχιμοι
35
Βλ. για τις έννοιες και τα νέα δεδομένα που διαμορφώνουν Περράκη Σ., Διαστάσεις της Διεθνούς
Προστασίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Προς ένα jus universalis, εκδ. Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2013, σ.
47, 78-81. Χατζηκωνσταντίνου K., Επτά+1 Προβλήματα για το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο, εκδ. Ι.
Σιδέρης, Αθήνα 2010, σ. 107-128. Ό.π. Μορτόπουλο Κ., Εισαγωγή στο Διεθνές Επιχειρησιακό Δίκαιο:
Μαθήματα Νομικής Ανάλυσης των Στρατιωτικών Επιχειρήσεων στο ΝΑΤΟ και Άλλους Διεθνείς
Οργανισμούς, σ. 18-23.
36
Βλ. άρθρα 13 ΣΓ ’49 I, 4 ΣΓ ’49 III και 43 ΣΠ ’77 I.
37
Βλ άρθρο 44 παρ. 3 ΣΓ ’49 Ι.
38
Βλ. άρθρο 44 παρ. 7 ΣΓ ’49 I.
39
Βλ. άρθρο 4 παρ. Α2 ΣΓ ’49 III.
40
Βλ. άρθρο 44 παρ. 3 εδ. β’ ΣΠ ’77 I.
41
Βλ. άρθρο 43 παρ. 1 ΣΠ ’77 I.
17
3) Μη μάχιμοι
4) Ιατρικό προσωπικό
Εκτός από τους τραυματίες και τους ασθενείς την πιο σημαντική για το
ΔΕΣ κατηγορία μη μάχιμων αποτελεί το ιατρικό προσωπικό. Το ΣΠ ’77 Ι
προσδιορίζει το προσωπικό αυτό ως τα πρόσωπα εκείνα, τα οποία είναι
επιφορτισμένα από εμπόλεμο μέρος αποκλειστικά με το ιατρικό καθήκον της
έρευνας, περισυλλογής, μεταφοράς, διάγνωσης και θεραπείας
(περιλαμβανομένων των πρώτων βοηθειών) των τραυματιών, ασθενών και
ναυαγών και της πρόληψης ασθενειών. Είναι, επίσης, τα πρόσωπα στα οποία
42
Βλ. άρθρο 4 περ. Α4 ΣΓ ’49 III.
43
Βλ. άρθρο 44 παρ. 1 ΣΠ ’77 I.
44
Βλ. άρθρα 12-13 ΣΓ ’49 I και 8 παρ. α’ ΣΠ ’77 I. Ο όρος «τραυματίες και ασθενείς» (“wounded and
sick”) περιλαμβάνει όσους: «…, because of trauma, disease or other physical or mental disorder or
disability, are in need of medical assistance or care and who refrain from any act of hostility as well as
others who are not wounded or sick in the ordinary meaning of these terms, i.e. “maternity cases, new-
born babies and other persons who may be in need of immediate medical assistance or care, such as the
infirm or expectant mothers, and who refrain from any act of hostility.”». Η παράθεση σε κάποια
σημεία του αγγλικού κειμένου προτιμάται, καθώς η μετάφραση από το πρωτότυπο αφήνει
περιθώρια εσφαλμένης απόδοσης.
45
Βλ. άρθρα 12-13 ΣΓ ’49 II και 8 παρ. β’ ΣΠ ’77 I.
18
έχουν ανατεθεί καθήκοντα διοίκησης ιατρικών μονάδων και διενέργειας ιατρικών
μεταφορών46. Ο όρος «ιατρικό προσωπικό» δεν πρέπει να ερμηνεύεται στενά,
ώστε να περιλαμβάνει όλο το αναγκαίο προσωπικό για την εξασφάλιση της
κατάλληλης φροντίδας των ασθενών και τραυματιών. Επομένως, εκτός από
εκείνους που παρέχουν άμεση φροντίδα, όπως ιατρούς, νοσηλευτές και
τραυματιοφορείς, περιλαμβάνει φαρμακοποιούς, οδοντίατρους,
φυσικοθεραπευτές, οδηγούς ασθενοφόρων και γενικά πληρώματα πλοίων και
αεροσκαφών που διεξάγουν ιατρικές μεταφορές, καθώς και όλο το υπόλοιπο
προσωπικό που εργάζεται σε υγειονομικές μονάδες, μόνιμο ή προσωρινό.
Επιπρόσθετα, πέρα από το υγειονομικό προσωπικό των ενόπλων δυνάμεων,
ανήκει στην κατηγορία αυτή το προσωπικό των Εταιρειών Εθνικού Ερυθρού
Σταυρού (Ερυθράς Ημισελήνου ή Ερυθρού Κρυστάλλου) και άλλων εθνικών
εθελοντικών εταιρειών βοήθειας, αναγνωρισμένων και εξουσιοδοτημένων από
εμπόλεμο μέρος, καθώς και το προσωπικό που παρέχεται σε εμπόλεμο μέρος
για ανθρωπιστικούς λόγους από ουδέτερο κράτος ή από αναγνωρισμένη
εταιρεία βοήθειας ενός τέτοιου κράτους ή από αμερόληπτο διεθνή
ανθρωπιστικό οργανισμό47. Μια ακόμη κρίσιμη προϋπόθεση ένταξης στην
κατηγορία αυτή είναι να είναι το προσωπικό αυτό εντεταλμένο από εμπόλεμο
μέρος (κράτος), με την έννοια της ένταξής του στα πλαίσια ενός οργανισμού
υπό κρατικό έλεγχο ή εποπτεία. Το κριτήριο αυτό βέβαια δεν εκπληρώνει ένας
ανεξάρτητος ιατρός που προσφέρει από μόνος του εθελοντικά τις υπηρεσίες
του. Τέλος, το προσωπικό αυτό θα πρέπει να ασχολείται αποκλειστικά με
ιατρικές δραστηριότητες, προκειμένου να απολαμβάνει της προβλεπόμενης από
το ΔΕΣ ειδικής «προστασίας» και να συμμορφώνεται με τους κανόνες του,
ακόμη κι όταν αυτό δεν αποτελεί μέρος της εθνικής νομοθεσίας ή το αντίπαλο
μέρος δεν ακολουθεί τις απαιτήσεις του47.
46
Βλ. Άρθρο 8 (c): «“Medical personnel” means those persons assigned, by a Party to the conflict,
exclusively to the medical purposes enumerated under [sub-paragraph] (e) or to the administration of
medical units or to the operation or administration of medical transports.
…(e) The medical purposes enumerated include “the search for, collection, transportation, diagnosis or
treatment— including first-aid treatment—of the wounded, sick and shipwrecked, or for the prevention of
disease”.».
47
Βλ. Vollmar L., Military Medicine in War: The Geneva Conventions Today, στο Lounsbury D.,
Bellamy R. (επιμ.), Textbooks οf Military Medicine: Military Medical Ethics vol. 2 (Borden Institute),
Office of the Surgeon General at TMM Publications, 2003, σ. 744-745. Coupland R., Breitegger A.,
Health Care in Danger. The responsibilities of health-care personnel working in armed conflicts and
other emergencies, International Committee of the Red Cross, 2012, σ. 10-14.
19
2. Κύριο μέρος
1) Στρατιωτική αναγκαιότητα
20
εμπολέμους για τη χρήση της απαραίτητης για τον υπερκερασμό του αντιπάλου
βίας. Έχει μια θετική και μια αρνητική έκφανση, καθώς από τη μια επιτρέπει τον
στρατιωτικό διοικητή να χρησιμοποιήσει μεθόδους που δεν απαγορεύονται, ενώ
από την άλλη περιορίζει τις μεθόδους αυτές, ώστε η εχθρική ηγεσία να έχει
πάντοτε την επιλογή της ειρηνικής διευθέτησης. Κατά συνέπεια, κανείς δεν
μπορεί να παραβιάζει τους κανόνες του ΔΕΣ επικαλούμενος επιχειρήματα για
το στρατιωτικά αναγκαίο48, το οποίο περιορίζεται στις απαραίτητες και ανάλογες
καταστροφές για την υλοποίηση των νόμιμων στόχων των αντιπάλων (αρχή
αναλογικότητας)49. Τα όποια βέβαια προβλήματα της αρχής αυτής εντοπίζονται
κυρίως στον ακριβή καθορισμό του τι είναι στρατιωτική ανάγκη και τι όχι σε κάθε
συγκεκριμένη περίσταση50. Η αρχή της στρατιωτικής αναγκαιότητας λειτουργεί
και σε ένα δεύτερο επίπεδο ως μια αρχή που νομιμοποιεί την προσφυγή σε
πόλεμο και είναι τμήμα του jus ad bellum (war decision law). Αποτελεί τη
«στρατηγική» αναγκαιότητα που εκφράζει τη στρατηγική που χρησιμοποιεί ένα
κράτος για την προάσπιση των νόμιμων εθνικών και πολιτικών του
συμφερόντων. Τα κράτη καταφεύγουν στη λύση του πολέμου ως μέσο
προστασίας της ασφάλειας και της ακεραιότητάς τους. Στο πλαίσιο αυτό η
λειτουργία της αρχής αντανακλά ένα μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τη συλλογική
σε σχέση με την ατομική ευημερία υποβαθμίζοντας συχνά με τον τρόπο αυτό
βασικές δεοντολογικές αρχές που βρίσκονται στο επίκεντρο της βιοηθικής51.
2) Ανθρωπισμός
48
Για παράδειγμα η επείγουσα ανάγκη που δεν επιδέχεται καθυστερήσεων και η ανάγκη υιοθέτησης
μέτρων για την ταχύτερη δυνατή παράδοση του εχθρού.
49
Βλ. Γώγο Κ., Ζαφειρόπουλο Δ., Ντινόπουλο Α. (Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, Διεύθυνση Στρατιωτικής
Δικαιοσύνης), Εγχειρίδιο Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου, Τυπογραφείο Ελληνικού Στρατού, Αθήνα
1996, σ. 14-16. Ό.π. Χατζηκωνσταντίνου K., Προσεγγίσεις στο Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο, σ. 43-46.
O’Brien W., Arend A., Just War Doctrine and the International Law of War, σ. 230-231, 240.
50
Ως παράδειγμα για τα ασαφή και δυσδιάκριτα όρια της αρχής αυτής μπορεί να αναφερθεί η άποψη που
υποστηρίχθηκε ότι η ρίψη των δύο ατομικών βομβών στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι εντάσσεται στα
πλαίσια της στρατιωτικής ανάγκης, καθώς, εάν αυτή δεν ελάμβανε χώρα, δεν θα ερχόταν το τέλος του
πολέμου, με αποτέλεσμα τα θύματα από την επιμήκυνσή του να ήταν πολλά περισσότερα.
51
Βλ. ό.π. Gross M., Bioethics and Armed Conflict: Moral Dilemmas of Medicine and War, σ. 59-61.
21
Ειδικότερη έκφανση της αρχής αυτής αποτελεί η αποχή από μέτρα που
προκαλούν περιττά τραύματα και μη αναγκαίο πόνο και η αρχή της διάκρισης,
που απαγορεύει τις ευθείες και εκ προθέσεως επιθέσεις σε μη μάχιμους
στόχους. Οι δύο παραπάνω αρχές είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους,
καθώς η ανάγκη προσφυγής στη βία αντιπαλεύεται με τον σεβασμό προς τον
άνθρωπο. Η αλληλεπίδραση αυτή μάλιστα είναι αυτή που διαμορφώνει και τους
υπόλοιπους κανόνες του ΔΕΣ. Οι αρχές αυτές βέβαια δεν είναι ποτέ
αποκομμένες από τις γενικότερες κοινωνικοπολιτικές και στρατιωτικές
εξελίξεις52.
22
προσδιορισθεί η πρόθεση βλάβης αμάχων σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση,
με αποτέλεσμα σε αρκετές περιπτώσεις να μην υπάρχει ομοφωνία για την
επικράτησή της. Για τον λόγο αυτό υποστηρίχθηκαν απόψεις που
επικεντρώνονται στα αποτελέσματα αντί της πρόθεσης. Η νομιμότητα λοιπόν
της βλάβης των αμάχων καθορίζεται από την απάντηση που δίνεται κάθε φορά
σε ερωτήματα, όπως εάν ο θάνατος των αμάχων ήταν μέρος του
επιδιωκόμενου σκοπού και εάν η βλάβη τους ήταν αναγκαία ή υπήρχαν
διαθέσιμα εναλλακτικά μέσα για την επίτευξη του ίδιου στόχου54.
54
Βλ. για την έννοια, τα κριτήρια εφαρμογής και την ασκηθείσα κριτική McMahan J., Revising the
Doctrine of Double Effect, Journal of Applied Philosophy, Vol. 11, No. 2, 1994, σ. 201-212. Mapel D.,
Revising the Doctrine of Double Effect, Journal of Applied Philosophy, Vol. 18, No. 3, 2001, σ. 257-272.
Ό.π. O’Brien W., Arend A., Just War Doctrine and the International Law of War, σ. 242-243. Gross M.,
Bioethics and Armed Conflict: Moral Dilemmas of Medicine and War, σ. 42-43.
23
διεξάγει διεθνή ένοπλη σύγκρουση, σύμφωνα με τις Συνθήκες της Γενεύης 55.
Την ίδια στιγμή είναι υποχρεωμένες να ανταγωνίζονται με την αρχή της
στρατιωτικής αναγκαιότητας, η οποία εκφράζει τα μικροπρόθεσμα συμφέροντα
των εμπολέμων κατά τη διεξαγωγή της μάχης. Παρά τους όποιους
περιορισμούς της από την αρχή του ανθρωπισμού και την αρχή της
αναλογικότητας, η τελευταία υπαγορεύει ένα κατώτερο επίπεδο προστασίας της
ζωής και της αυτονομίας για τους μάχιμους σε σχέση με τους απλούς
«τυπικούς» ασθενείς, ενώ η αρχή του διπλού αποτελέσματος επιτρέπει ως ένα
βαθμό τη μη ηθελημένη βλάβη για τους μη μάχιμους. Όπως γίνεται αντιληπτό,
το πεδίο των ενόπλων συγκρούσεων εμφανίζει μια μεγάλη ποικιλία
ανταγωνιστικών αρχών και συμφερόντων, η οποία επηρεάζει καθοριστικά τα
δικαιώματα που απολαμβάνει η κάθε κατηγορία προσωπικού κατά την άσκηση
της ιατρικής.
Η υποχρέωση του κράτους για την προστασία της ζωής και της
ποιότητας ζωής των πολιτών του βρίσκεται στο επίκεντρο της σύγχρονης
πολιτικής θεωρίας. Από την υποχρέωση αυτή πηγάζει, μεταξύ άλλων, και η
υποχρέωση για παροχή ιατρικής φροντίδας, ένα δικαίωμα στην υγεία, το οποίο
δεν παύει να υφίσταται κατά τη διάρκεια του πολέμου. Εντούτοις, ο πόλεμος
από την πλευρά του περιορίζει δραματικά το δικαίωμα στη ζωή ενός ατόμου.
Στο άρθρο 15 μάλιστα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του
Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) το Δίκαιο του Πολέμου αναφέρεται ως εξαίρεση στο
δικαίωμα στη ζωή56. Μεταβάλλεται ταυτόχρονα και η αντίστοιχη υποχρέωση του
κράτους για προστασία της ζωής των πολιτών του, η οποία θυσιάζεται στο
βωμό του συλλογικού συμφέροντος της πολιτείας, που συνίσταται στη
διατήρηση της ακεραιότητάς της ως κρατική οντότητα και του τρόπου ζωής της
55
Βλ. ό.π. Μορτόπουλο Κ., Εισαγωγή στο Διεθνές Επιχειρησιακό Δίκαιο: Μαθήματα Νομικής Ανάλυσης
των Στρατιωτικών Επιχειρήσεων στο ΝΑΤΟ και Άλλους Διεθνείς Οργανισμούς, σ. 133-134.
56
Βλ. Άρθρο 15 (Παρέκκλιση σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης) ΕΣΔΑ: «1. Εν περιπτώσει πολέμου ή
ετέρου δημοσίου κινδύνου απειλούντος την ζωήν του έθνους, έκαστον υψηλόν Συμβαλλόμενον Μέρος
δύναται να λάβη μέτρα κατά παράβασιν των υπό της παρούσης Συμβάσεως προβλεπομένων
υποχρεώσεων, εν τω απαιτουμένω υπό της καταστάσεως απολύτως αναγκαίω ορίω και υπό τον όρον
όπως τα μέτρα ταύτα μη αντιτίθενται εις τας άλλας υποχρεώσεις τας απορρεούσας εκ του διεθνούς
δικαίου. 2. Η προηγουμένη διάταξις, ουδεμίαν επιτρέπει παράβασιν του άρθου 2, ειμή δια την περίπτωσιν
θανάτου συνεπεία κανονικών πολεμικών πράξεων, ή των άρθρων 3, 4 (παρ. 1) και 7.». Ό.π.
Χατζηκωνσταντίνου K., Προσεγγίσεις στο Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο, σ. 109.
24
γενικότερα. Όταν οι μάχιμοι θέτουν μια άμεση απειλή στον αντίπαλο
αποκτώντας το δικαίωμα να σκοτώνουν, χάνουν το δικαίωμα στη ζωή,
ανεξάρτητα εάν μάχονται για μια δίκαιη αιτία. Από την άλλη οι μη μάχιμοι
απολαμβάνουν περιορισμένη προστασία της ζωής τους από τις «παράπλευρες
απώλειες» των ενόπλων συγκρούσεων. Στο βαθμό λοιπόν που προσβάλλεται
το δικαίωμα στη ζωή των παραπάνω υπονομεύεται και το δικαίωμά τους για
ιατρική φροντίδα.
25
ιατρική περίθαλψη σε περίπτωση ασθένειας (άρθρο 12 παρ. 2δ). Οι παραπάνω
υποχρεώσεις περιλαμβάνουν κατά κύριο λόγο δραστηριότητες, όπως για
παράδειγμα η αναζήτηση, περισυλλογή και μεταφορά των τραυματιών και
ασθενών, οι οποίες έχουν σχεδιαστεί για την εξασφάλιση της πρόσβασης σε
υγειονομικές εγκαταστάσεις και ιατρικές υπηρεσίες. Το δικαίωμα στο υψηλότερο
δυνατό επίπεδο υγείας, όπως διατυπώνεται στο παραπάνω άρθρο, αποτελεί το
κύριο πλαίσιο κατανόησης από την πλευρά των κρατών των υποχρεώσεών
τους σχετικά με τη διαθεσιμότητα, την πρόσβαση και την ποιότητα των
υπηρεσιών υγείας. Επίσης, το Γενικό Σχόλιο με αριθμό 14 της Επιτροπής για τα
Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα φωτίζει το πεδίο εφαρμογής
του εν λόγω δικαιώματος διαδραματίζοντας κρίσιμο ρόλο στη διασφάλιση της
προστασίας των υπηρεσιών υγείας, του υγειονομικού προσωπικού και των
ασθενών τόσο στις ένοπλες συγκρούσεις όσο και σε περιπτώσεις κρατικής
βίας60. Ωστόσο, η ευθύνη για την προάσπιση του δικαιώματος αυτού βαρύνει,
σύμφωνα με το ΔΑΔ, πρωταρχικά το κράτος και τους φορείς του. Αντίθετα, υπό
το ΔΕΣ, το καθήκον αυτό ανήκει στα δύο αντίπαλα κράτη. Οι αυξανόμενες,
όμως, απειλές που θέτουν στη φροντίδα υγείας μη κρατικοί παράγοντες υπό το
πρίσμα των σημερινών στρατιωτικών επιχειρήσεων, όπως για παράδειγμα
ένοπλες ομάδες, οδήγησαν στην ανάγκη επέκτασης της υποχρέωσης
σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου και στις ομάδες αυτές, με την έννοια
του σεβασμού των γενικών αρχών του ΔΑΔ, αν όχι συγκεκριμένων νομικών
κανόνων60. Η αδυναμία μάλιστα του ΔΕΣ από μόνο του να προστατεύσει
αποτελεσματικά και να αποτρέψει τις παραβιάσεις του δικαιώματος στην υγεία
στις σύγχρονες ένοπλες συγκρούσεις αποδεικνύεται , αφενός από την πρακτική
του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, το οποίο αναγνωρίζει ολοένα και
περισσότερες περιπτώσεις που μη κρατικές ένοπλες ομάδες είναι
υποχρεωμένες να τηρούν υποχρεώσεις υπό το ΔΕΣ και το ΔΑΔ 60, αφετέρου
από την εκδίκαση μεγάλου μέρους δικαστικών αποφάσεων κατά τη διάρκεια
στρατιωτικών επιχειρήσεων από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του
Ανθρώπου (ΕΔΔΑ)61.
β) Μη μάχιμοι
60
Βλ. ό.π. Footer K., Rubenstein L., A Human Rights Approach to Health Care in Conflict, σ. 6-8.
61
Βλ. ό.π. Μορτόπουλο Κ., Εισαγωγή στο Διεθνές Επιχειρησιακό Δίκαιο: Μαθήματα Νομικής Ανάλυσης
των Στρατιωτικών Επιχειρήσεων στο ΝΑΤΟ και Άλλους Διεθνείς Οργανισμούς, σ. 135.
26
Για τους μη μάχιμους το διεθνές δίκαιο καθιερώνει ένα ισχυρό πλέγμα
προστασίας και σεβασμού σε κάθε περίπτωση, στο οποίο περιλαμβάνονται και
ρυθμίσεις για την ιατρική τους περίθαλψη, οι βασικές αρχές των οποίων
συνοψίζονται στο άρθρο 12 ΣΓ ’49 I και ΙΙ62, καθώς και στα άρθρα 10-11 ΣΠ ’77
I, που συμπλήρωσαν με έναν πιο αναλυτικό τρόπο το προηγούμενο άρθρο 63. Οι
ρυθμίσεις αυτές είναι αρκετά ξεκάθαρες. Όσοι βρίσκονται «εκτός μάχης»
62
Βλ. αναλυτικά το άρθρο 12:
«Members of the armed forces and other persons mentioned in the following Article, who are
wounded or sick shall be respected and protected in all circumstances. They shall be treated humanely
and cared for by the Party to the conflict in whose power they may be, without any adverse distinction
founded on sex, race, nationality, religion, political opinion or any other similar criteria. Any attempts
upon their lives, or violence to their persons, shall be strictly prohibited; in particular, they shall not be
murdered or exterminated, subjected to torture or to biological experiments; they shall not be wilfully left
without medical assistance and care, nor shall conditions exposing them to contagion or infection be
created.
Only urgent medical reasons will authorize priority in the order of treatment to be administered.
Women shall be treated with all consideration due to their sex.
The Party to the conflict which is compelled to abandon wounded or sick to the enemy shall, as
far as military considerations permit, leave with them a part of its medical personnel and material to assist
in their care.».
63
Βλ. αναλυτικά το άρθρο 10:
«(1) All the wounded, sick and shipwrecked, to whichever Party they belong, shall be respected
and protected.
(2) In all circumstances they shall be treated humanely and shall receive, to the fullest extent
practicable and, with the least possible delay, the medical care and attention required by their condition.
There shall be no distinction among them founded on any grounds other than medical ones.», και το
άρθρο 11:
«(1) The physical or mental health and integrity of persons who are in the power of the adverse
Party or who are interned, detained, or otherwise deprived of liberty as a result of a situation referred to
Article I shall not be endangered by an unjustified act or omission. Accordingly, it is prohibited to subject
the persons described in this Article to any medical procedure which is not indicated by the state of health
of the person concerned and which is not consistent with generally accepted medical standards which
would be applied under similar medical circumstances to persons who are nationals of the Party
conducting the procedure and who are in no way deprived of liberty.
(2) It is, in particular, prohibited to carry out on such persons, even with their consent:
(a) physical mutilations;
(b) medical or scientific experiments;
(c) removal of tissue or organs for transplantation,
except where these acts are justified in conformity with the conditions provided for in paragraph 1.
(3) Exceptions to the prohibition in paragraph 2(c) may be made only in the case of donations
of blood for transfusion or of skin for grafting, providing they are given voluntarily and without coercion
or inducement, and then only for therapeutic purposes, under conditions consistent with generally
accepted medical standards and controls designed for the benefit of both the donor and the recipient.
(4) Any wilful act or omission which seriously endangers the health or integrity or any person
who is in the power of a Party other than the one on which he depends and which either violates any of
the prohibitions in paragraphs 1 and 2 or fails to comply with the requirements of paragraph 3 shall be a
grave breach of this Protocol.
(5) The persons described in paragraph 1 have the right to refuse any surgical operation. In
case of refusal, medical personnel shall endeavour to obtain a written statement to that effect, signed or
acknowledged by the patient.
(6) Each Party to the conflict shall keep a medical record for every donation of blood for
transfusion or skin for grafting by persons referred to in paragraph 1, if that donation is made under the
27
απολαμβάνουν ασυλία (σεβασμός) και δικαιούνται την ιατρική φροντίδα
(προστασία) που απαιτεί η κατάσταση της υγείας τους στον πληρέστερο δυνατό
βαθμό και με τη μικρότερη δυνατή καθυστέρηση, χωρίς να γίνεται καμία
διάκριση μεταξύ αυτών με κριτήρια άλλα πλην των ιατρικών. Απαγορεύεται η
υποβολή των προσώπων αυτών σε οποιαδήποτε ιατρική διαδικασία δεν είναι
προς όφελός τους, δεν ενδείκνυται από την κατάσταση της υγείας τους και δεν
συνάδει με τα γενικώς αποδεκτά ιατρικά πρότυπα, τα οποία θα ίσχυαν κάτω
από παρόμοιες ιατρικές περιστάσεις για πρόσωπα υπηκόους του κράτους που
διεξάγει την ιατρική διαδικασία.
Γενικότερα, ως κατευθυντήρια αρχή στην ιατρική φροντίδα των
προσώπων αυτών αναδεικνύεται στο ΣΠ ’77 Ι και συγκεκριμένα στο άρθρο 16 η
ιατρική δεοντολογία (medical ethics)64. Εντούτοις, δεν συναντούμε πουθενά
κάποιο ορισμό της αρχής αυτής. Προφανώς, εδώ το πρωτόκολλο μας
παραπέμπει στις διεθνώς αποδεκτές ιατρικές ηθικές αρχές, που είναι
αποτυπωμένες σε κώδικες και διακηρύξεις, όπως για παράδειγμα ο
Ιπποκρατικός Όρκος, η Διακήρυξη της Γενεύης (1948), ο Διεθνής Κώδικας
Ιατρικής Δεοντολογίας (1949), οι κανόνες που διέπουν τη φροντίδα των
ασθενών και τραυματιών, ιδιαίτερα σε καιρό συγκρούσεων (1956), η Διακήρυξη
του Ελσίνκι (1964) και η Διακήρυξη του Τόκυο (1975). Ειδικότερα, οι κανόνες
και οι αρχές που εφαρμόζονται σε καιρό πολέμου υιοθετήθηκαν από κοινού
από τον ΠΟΥ, τη Διεθνή Επιτροπή Στρατιωτικής Ιατρικής και τη Διεθνή
Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού και για το λόγο αυτό απολαμβάνουν
γενικότερης αναγνώρισης. Όλοι αυτοί οι ηθικοί κώδικες υπαγορεύουν η ιατρική
φροντίδα να κατευθύνεται πάντα προς το συμφέρον των τραυματιών και
ασθενών, αλλά οι κανόνες που περικλείουν δεν έχουν δεσμευτική ισχύ και
διαμορφώνουν απλώς κάποιες βασικές αρχές στις ιατρικές διαδικασίες65.
responsibility of that Party. In addition, each Party to the conflict shall endeavour to keep a record of all
medical procedures undertaken with respect to any person who is interned, detained, or otherwise
deprived of liberty as a result of a situation referred to Article I. These records shall be available at all
times for inspection by the Protecting Power.».
64
Βλ. αναλυτικά το άρθρο 16:
(1) Under no circumstances shall any person be punished for carrying out medical activities
compatible with medical ethics, regardless of the person benefiting therefrom.
(2) Persons engaged in medical activities shall not be compelled to perform acts or to carry out
work contrary to the rules of medical ethics or to other medical rules designed for the benefit of the
wounded and sick or to the provisions of the Conventions or of this Protocol, or to refrain from
performing acts or from carrying out work required by those rules and provisions.
65
Βλ. ό.π. Vollmar L., Military Medicine in War: The Geneva Conventions Today, σ. 752-753.
28
Ποιες, όμως, βασικές αρχές με τη σειρά τους καθιερώνουν οι νομικές
διατάξεις; Η πιο σημαντική ίσως είναι η απαγόρευση των διακρίσεων (άρθρο 12
παρ. 1 ΣΓ ’49 Ι-ΙΙ). Οποιαδήποτε διάκριση σε βάρος ασθενή δεν θα πρέπει να
βασίζεται στο φύλο, τη φυλή, τη θρησκεία, την εθνικότητα, τις πολιτικές
απόψεις, τη γλώσσα, την κοινωνική καταγωγή ή την περιουσία. Ο κατάλογος
των διακρίσεων δεν είναι περιοριστικός («any other similar criteria»). Μπορούν
να γίνουν ανεκτές διακρίσεις που βασίζονται στις ιατρικές ανάγκες του ασθενή,
ενώ θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι διαφοροποιήσεις στις φυσικές
ιδιότητες και τα ήθη και έθιμα του. Οποιαδήποτε διάκριση πρέπει να γίνεται σε
μια λογική και ανθρωπιστική βάση προσανατολισμένη στην ταχεία ανάρρωση
του ασθενή. Στο ίδιο άρθρο (παρ. 2) καθορίζονται οι άμεσοι ιατρικοί λόγοι
(«urgent medical reasons») ως το μοναδικό κριτήριο προτεραιότητας κατά την
παροχή της περίθαλψης. Ωστόσο, οι διατάξεις δεν προχωρούν στην περαιτέρω
εξειδίκευση του όρου αυτού, με αποτέλεσμα σε περιπτώσεις μαζικών απωλειών
υγείας, όπου οι ιατρικές προμήθειες είναι περιορισμένες, να υπάρχει
πιθανότητα να κριθεί ότι ένας πολύ σοβαρά τραυματισμένος θα πρέπει να
αφεθεί στην τύχη του, όταν η πιθανότητα επιβίωσής του είναι μικρή, ακόμη και
με τη μέγιστη δυνατή ιατρική παρέμβαση. Αναδεικνύεται τότε ως κριτήριο η
διάσωση όσο το δυνατόν περισσότερων ασθενών. Δεν φαίνεται πάντως το ΔΕΣ
να προκρίνει κάποια μέθοδο καθορισμού της προτεραιότητας στη θεραπεία,
οπότε ο προσδιορισμός των κριτηρίων σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση
μάλλον ανήκει στην ιατρική δεοντολογία66. Τέλος, μια ακόμη αρχή, της οποίας η
βάση βρίσκεται σε όλους τους κώδικες ιατρικής δεοντολογίας, είναι το
συμφέρον του ασθενή. Εδώ εκφράζεται στο άρθρο 11 παρ. 1 του ΣΠ ’77 Ι,
καθώς απαγορεύεται οποιαδήποτε ιατρική διαδικασία δεν ενδείκνυται από την
κατάσταση υγείας των προστατευόμενων προσώπων ή δεν συμβαδίζει με τα
γενικώς αποδεκτά ιατρικά πρότυπα. Επομένως, απαγορεύονται αυστηρά
διαδικασίες που πιθανολογείται ότι δεν είναι προς το συμφέρον τους, όπως οι
οποιουδήποτε είδους πειραματισμοί (μετά και από την ιστορική εμπειρία των
ιατρικών πειραμάτων των Ναζί) και οι μεταμοσχεύσεις ιστών και οργάνων,
καθώς και μόνο το γεγονός ότι οι ασθενείς είναι υπό τον έλεγχο του εχθρού
δημιουργεί υποψίες για την ελεύθερη και ανεπιφύλακτη παροχή της
66
Βλ. ό.π. Vollmar L., Military Medicine in War: The Geneva Conventions Today, σ. 755. Gunn Μ.,
McCoubrey Η., Μedical Ethics and the Laws of Armed Conflict, σ. 145.
29
συγκατάθεσής τους. Μοναδική εξαίρεση στον παραπάνω κανόνα αποτελούν οι
μεταγγίσεις αίματος και οι μεταμοσχεύσεις δέρματος υπό αυστηρές όμως
προϋποθέσεις.
Όσον αφορά τα ιατρικά πρότυπα που επιβάλλουν οι διατάξεις του ΔΕΣ 67,
κι αυτά δεν προσδιορίζονται με σαφήνεια. Για την ακρίβεια προκύπτει μια
εγγενής αντίφαση μέσα από τις αντίστοιχες προβλέψεις. Από τη μια γίνεται
αναφορά σε «γενικώς αποδεκτά» ιατρικά πρότυπα, η οποία παραπέμπει σε
κάτι παραπάνω από τα πρότυπα του κάθε συγκεκριμένου αντίπαλου μέρους,
ενώ από την άλλη τίθεται ο «εθνικός» παράγοντας των προτύπων αυτών. Η
μέχρι σήμερα εμπειρία αποδεικνύει ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές στα
ιατρικά πρότυπα που εφαρμόζονται σε καιρό πολέμου από κράτος σε κράτος.
Οι διαφορές αυτές οφείλονται κατά κύριο λόγο στις κατά τόπους ιατρικές
δυνατότητες και τη διαθεσιμότητα των ιατρικών μέσων. Για τον λόγο αυτό
γίνεται και η αναφορά σε «εθνικά» πρότυπα, καθώς υπάρχουν διαδικασίες που
είναι διεθνώς αποδεκτές, αλλά δεν μπορούν να εφαρμοστούν από όλους, λόγω
της ανεπάρκειας των μέσων68. Θα ήταν τουλάχιστον άδικο να ζητείται σε καιρό
συγκρούσεων η εφαρμογή ιατρικών μεθόδων από κράτη, τα οποία δεν έχουν τη
δυνατότητα ούτε στην ειρήνη να τις παρέχουν στον πληθυσμό τους. Αλλά και οι
ελλείψεις που προκαλούνται από τις εχθροπραξίες υποβαθμίζουν την
παρεχόμενη περίθαλψη και ενδεχομένως μπορούν να δικαιολογήσουν ένα πιο
χαμηλό πρότυπο φροντίδας, ιδιαίτερα σε επείγουσες καταστάσεις. Κατά τη
διάρκεια των ενόπλων συγκρούσεων συναντάται μεγάλη δυσκολία στην
πλήρωση των αναγκαίων όρων της ιατρικής φροντίδας, δηλαδή στη
διαθεσιμότητα των ιατρικών υποδομών και στην εφαρμογή της ιατρικής στην
πράξη σε μια σχέση εμπιστοσύνης69. Η παροχή της φροντίδας υποβαθμίζεται
από την περιορισμένη πρόσβαση των ασθενών στις ιατρικές εγκαταστάσεις, τα
κατεστραμμένα κτίρια, τις ελλείψεις σε υλικά και εξειδικευμένο προσωπικό και
την εξάντληση των υποδομών. Το αποτέλεσμα τέτοιων ελλείψεων θα μπορούσε
να οδηγήσει, για παράδειγμα, στη διενέργεια των αναγκαίων ακρωτηριασμών
67
«…it is prohibited to subject the persons described in this Article to any medical procedure … which is
not consistent with generally accepted medical standards which would be applied under similar medical
circumstances to persons who are nationals of the Party conducting the procedure and who are in no way
deprived of liberty.».
68
Βλ. ό.π. Gunn Μ., McCoubrey Η., Μedical Ethics and the Laws of Armed Conflict, σ. 139-142.
69
Βλ. ό.π. Coupland R., Breitegger A., Health Care in Danger: The Responsibilities of Health-care
Personnel Working in Armed Conflicts and Other Emergencies, σ. 38.
30
με τη χρήση, στην καλύτερη των περιπτώσεων, τοπικής αναισθησίας, συχνά
μάλιστα υπό το φως των κεριών! Ένα ακόμη παράδειγμα που καταδεικνύει την
πρακτική διαφορά μεταξύ πολιτικής και επείγουσας στρατιωτικής ιατρικής είναι
οι μεταγγίσεις αίματος. Κι αν η προστασία του δότη και του λήπτη μπορεί
«σχετικά εύκολα» να εξασφαλιστεί με τη λήψη του αίματος με βελόνες μιας
χρήσης, τις περισσότερες φορές δημιουργούνται προβλήματα με τον έλεγχο του
αίματος. Συχνά σε συνθήκες μάχης ανακύπτει η ανάγκη για μια άμεση
μετάγγιση αίματος σε ένα σοβαρά τραυματισμένο ασθενή, ενώ ταυτόχρονα οι
διαθέσιμες μονάδες αίματος δεν έχουν πλήρως ελεγχθεί. Η επιλογή τότε
βρίσκεται μεταξύ του βέβαιου θανάτου από την απώλεια αίματος και του
κινδύνου πιθανής μόλυνσης του ασθενή από το μη ελεγμένο αυτό αίμα. Η
τελευταία βέβαια δεν μπορεί να δικαιολογήσει σε μια τέτοια επείγουσα
κατάσταση τη μη διενέργεια της μετάγγισης. Επίσης, ένα σημαντικό περιορισμό
στην ποιότητα της παρεχόμενης φροντίδας αποτελούν η φυσική και ψυχολογική
εξάντληση, ο φόβος και οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουν, εκτός από τους ίδιους
τους ασθενείς, και το ιατρικό προσωπικό. Με τον τρόπο αυτό διαταράσσεται η
απαραίτητη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ ιατρού και ασθενή. Από τα
προαναφερόμενα, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις του ΔΕΣ για τα επιβαλλόμενα
ιατρικά πρότυπα, μπορεί να οδηγηθεί κανείς στο συμπέρασμα ότι οι ρυθμίσεις
αυτές απηχούν μόνο ένα minimum προστασίας της υγείας του μη μάχιμου
προσωπικού (safety net). Γενικά, η παρεχόμενη στα πρόσωπα αυτά ιατρική
φροντίδα, σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΔΕΣ, πρέπει να είναι βασισμένη σε
μια αντικειμενική επαγγελματική κρίση σχετικά με τις ιατρικές τους ανάγκες υπό
το πρίσμα των ιατρικών μέσων που είναι πρακτικά διαθέσιμα σε δεδομένες
συνθήκες68.
Ένας ακόμη παράγοντας που θέτει περιορισμούς στην παρεχόμενη
στους μη μάχιμους φροντίδα είναι η διαδικασία εντοπισμού και διάσωσης των
τραυματιών, η οποία αποτελεί μάλιστα την πρωταρχική προϋπόθεση της
ιατρικής βοήθειας. Το άρθρο 15 της ΣΓ ’49 Ι (χερσαίες συγκρούσεις) και το
άρθρο 18 της ΣΓ ’49 ΙΙ (συγκρούσεις στη θάλασσα) αναφέρονται
χαρακτηριστικά στην υποχρέωση των εμπολέμων «σε κάθε χρόνο, και ιδιαίτερα
μετά από συμπλοκή, να λαμβάνουν όλα τα δυνατά μέτρα για την αναζήτηση και
περισυλλογή των τραυματιών και ασθενών…για την εξασφάλιση της αναγκαίας
31
περίθαλψής τους…»70. Η σημαντική, όμως, αυτή υποχρέωση διάσωσης δεν
είναι άνευ όρων, γεγονός που απέδειξε η ιστορική εμπειρία των συγκρούσεων
στη θάλασσα. Κατά τις ναυτικές εχθροπραξίες, το βάρος της διάσωσης έπεφτε
στα πολεμικά πλοία που παρέμεναν στο πεδίο της μάχης. Η παρατεταμένη
παραμονή τους για την αποτελεσματική διάσωση του συνόλου των ναυαγών
(φίλιων και εχθρών) τα εξέθετε σε σοβαρούς κινδύνους σε επιγενόμενα εχθρικά
πυρά (πλοίων ή αεροσκαφών). Αυτό είχε ως συνέπεια την άμεση απόσυρσή
τους από το θέατρο των επιχειρήσεων και τον θάνατο των ναυαγών. Το
καθήκον λοιπόν αυτό, που προσδιορίζεται από τη φράση «all possible
measures», σταματούσε στη θέση του ίδιου του πλοίου διάσωσης σε έναν
αντικειμενικά παράλογο κίνδυνο. Παρόμοιους κινδύνους μπορεί να συναντήσει
κανείς και στις χερσαίες συγκρούσεις. Κατά συνέπεια, η υποχρέωση των
εμπολέμων για την αξιοποίηση κάθε δυνατής προσπάθειας για τη διάσωση και
περίθαλψη ασθενών, τραυματιών και ναυαγών, κάτω από δεδομένες συνθήκες,
υπακούει στις επιταγές της αυτοσυντήρησης και της αντικειμενικά πρακτικής
δυνατότητας71. Τέλος, σε όλους τους παραπάνω παράγοντες που εν μέρει
υποβαθμίζουν το δικαίωμα των μη μάχιμων σε ιατρική φροντίδα θα πρέπει να
προστεθεί η θεωρία του «διπλού αποτελέσματος», όπως αυτή αναλύθηκε
παραπάνω. Αυτή αποτελεί μια από τις κυριότερες αρχές διεξαγωγής των
ενόπλων συγκρούσεων και καθιστά το μη μάχιμο προσωπικό ευάλωτο στις
«παράπλευρες απώλειες», δηλαδή σε βλάβες μη ηθελημένες που υπακούν
στην αρχή της αναλογικότητας, ως αποτέλεσμα μιας νόμιμης στρατιωτικής
επιχείρησης.
γ) Μάχιμοι
1/ Εχθροί
70
«At all times, and particularly after any engagement, Parties to the conflict shall, without delay, take all
possible measures to search for the wounded and sick ... to ensure their adequate care.».
71
Βλ. ό.π. Gunn Μ., McCoubrey Η., Μedical Ethics and the Laws of Armed Conflict, σ. 143, όπου
αναφέρονται και σχετικά ιστορικά παραδείγματα.
32
να αποτελούν απειλή, διότι περιήλθαν για παράδειγμα στην κατάσταση του
τραυματία ή του αιχμαλώτου πολέμου (status μη μάχιμου), επανακτούν το
δικαίωμα στη ζωή και συνακόλουθα στην ιατρική περίθαλψη. Αυτή την έννοια
έχει μάλιστα και ο χρησιμοποιούμενος όρος «hors de combat», που αναφέρεται
σε αυτούς που τίθενται εκτός μάχης και δεν αποτελούν πλέον απειλή για τους
αντιπάλους τους.
2/ Φίλιες δυνάμεις
72
Βλ. για την υποχρέωση του κράτους να προασπίσει τα συλλογικά συμφέροντα της κοινωνίας ό.π.
Gross M., Bioethics and Armed Conflict: Moral Dilemmas of Medicine and War, σ. 34-36.
33
εμφανίζεται το ενδεχόμενο το στρατιωτικό ιατρικό προσωπικό να μην
αντιμετωπίζει τον κάθε στρατιώτη ως έναν ξεχωριστό ασθενή στο πλαίσιο μιας
σχέσης εμπιστοσύνης, αλλά ως συστατικό μέρος μιας μαχόμενης δύναμης, που
αποτελεί μια οντότητα συλλογική, στη διατήρηση της οποίας έχει πλέον
αφοσιωθεί. Με τον τρόπο αυτό αναδεικνύεται στον πόλεμο (αποκλειστικά) ένα
πρόσθετο κριτήριο στην παροχή της ιατρικής φροντίδας, η πιθανότητα δηλαδή
να επιστρέψει κανείς στην ενεργό υπηρεσία συμβάλλοντας στη συλλογική
πολεμική προσπάθεια. Γενικά, το κριτήριο αυτό, που αναφέρεται με τον όρο
«military salvage»73, ευνοεί τους μάχιμους σε σχέση με τους μη μάχιμους, τους
ελαφρά τραυματισμένους σε σχέση με τους σοβαρά τραυματίες και τις φίλιες σε
σχέση με τις δυνάμεις του εχθρού. Έχει άμεση σχέση με την αρχή της
στρατιωτικής αναγκαιότητας και πηγάζει από το υπό όρους δικαίωμα στη ζωή
που απολαμβάνει ο μάχιμος74. Έχει ως αποτέλεσμα αυτοί που το πληρούν να
μην έχουν τη δυνατότητα να επικαλεστούν άλλες σταθμίσεις, ώστε να αρνηθούν
τη θεραπεία, όσο δυσάρεστη (σωματικά ή ψυχολογικά) κι αν είναι αυτή, αρκεί
αυτή να τους οδηγήσει πίσω στο καθήκον. Από την άλλη πλευρά, αυτοί που δεν
έχουν αυξημένη πιθανότητα επιβίωσης, σε περιπτώσεις που οι ιατρικές
προμήθειες δεν είναι επαρκείς ή στην περίπτωση των μαζικών απωλειών,
αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο να τεθούν σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με την
προηγούμενη κατηγορία ασθενών. Συχνά μάλιστα οι σοβαρά τραυματισμένοι
οδηγούνται τελικά στην ολοκληρωτική απώλεια του δικαιώματός τους για
ιατρική φροντίδα, καθώς αδυνατώντας να επιστρέψουν στη μάχη μεταπίπτουν
στην κατάσταση του μη μάχιμου και χάνουν την προνομιακή μεταχείρισή τους
στην περίπτωση των περιορισμένων ιατρικών προμηθειών73.
Η λειτουργία του παραπάνω κριτηρίου και ο τρόπος με τον οποίο αυτό
υπονομεύει τη βασική δεοντολογική αρχή του «συμφέροντος του ασθενή»
μπορούν να γίνουν εύκολα αντιληπτά σε δύο καταστάσεις: α) όταν η ιατρική
φροντίδα προσανατολίζεται στην επιστροφή του μάχιμου προσωπικού στο
73
Βλ. Beam T., Medical Ethics on the Battlefield: The Crucible of Military Medical Ethics, στο
Lounsbury D., Bellamy R. (επιμ.), Textbooks οf Military Medicine: Military Medical Ethics vol. 2
(Borden Institute), Office of the Surgeon General at TMM Publications, 2003, σ. 374. Howe E., Mixed
Agency in Military Medicine: Ethical Roles in Conflict, στο Lounsbury D., Bellamy R. (επιμ.), Textbooks
οf Military Medicine: Military Medical Ethics vol. 1 (Borden Institute), Office of the Surgeon General at
TMM Publications, 2003, σ. 339-342. Madden W., Carter B., Physician-Soldier: A Moral Profession, στο
Lounsbury D., Bellamy R. (επιμ.), Textbooks οf Military Medicine: Military Medical Ethics vol. 1
(Borden Institute), Office of the Surgeon General at TMM Publications, 2003, σ. 282-286. Ό.π. Gross
M., Bioethics and Armed Conflict: Moral Dilemmas of Medicine and War, σ. 142.
74
Βλ. ό.π. Gross M., Bioethics and Armed Conflict: Moral Dilemmas of Medicine and War, σ. 38-41.
34
καθήκον και β) όταν πρέπει να καθοριστούν προτεραιότητες σε καταστάσεις
«διαλογής» τραυματιών75. Στο πρώτο σκηνικό οι ιατροί περιθάλπτουν ασθενείς
και τραυματίες με σκοπό να ανακτήσουν αυτοί την ικανότητα επιστροφής στη
μάχη, όπου θα πολεμήσουν εκ νέου με τον εχθρό και πιθανότατα θα πεθάνουν.
Η προοπτική αυτή συναντάται κυρίως στις περιπτώσεις των ελαφρά
τραυματιών και ασθενών76. Με τον τρόπο αυτό όμως, εκτίθεται σε περαιτέρω
κινδύνους η ζωή και η υγεία των ασθενών αυτών και παραβιάζεται η βιοηθική
αρχή του «μη βλάπτειν». Η δικαιολογητική βάση αυτής της επιλογής βρίσκεται
στην αρχή της στρατιωτικής αναγκαιότητας. Εάν ένας αριθμός στρατιωτών
απαλλαχθεί από τα καθήκοντά του, τότε αυτά θα ανατεθούν σε άλλους και η
έλλειψη αυτή μπορεί να εκθέσει σε μεγαλύτερο κίνδυνο τους εναπομείναντες
στρατιώτες της μονάδας και να αυξήσει την πιθανότητα να αποτελέσουν και οι
τελευταίοι απώλεια υγείας. Μεγαλύτεροι κίνδυνοι ελοχεύουν, όταν γίνει
κατανοητό από περισσότερους ότι μερικά ελαφρά τραύματα μπορούν να
εξασφαλίσουν την επιστροφή στην πατρίδα. Εάν, λόγου χάρη, αυξηθεί
δραματικά ο αριθμός των στρατιωτών που προσποιούνται ασθένεια για να
απαλλαχθούν από τα καθήκοντά τους (φαινόμενο «χιονοστιβάδας», «floodgate
phenomenon»), τότε θα μειωθεί αντίστοιχα η ικανότητα του στρατού να φέρει σε
πέρας την αποστολή του76. Κατ’ επέκταση, θα ακολουθήσουν πολύ
μεγαλύτερες απώλειες και πιθανότατα ο πόλεμος θα χαθεί με ενδεχόμενη
συνέπεια την καταστροφή της κοινωνίας, η οποία βασίζεται στο στρατό για την
ασφάλειά της. Τέτοιου είδους επιλογές είναι βέβαια αρκετά σπάνιες και
συμβαίνουν συνήθως όταν δεν υπάρχουν άλλες λύσεις. Κάτι ανάλογο συνέβη
σε δύο περιπτώσεις κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στο θέατρο
επιχειρήσεων του Ειρηνικού75. Στη Βιρμανία υπήρξε απόφαση της στρατιωτικής
διοίκησης όσοι στρατιώτες αντιμετώπιζαν υψηλό πυρετό εξαιτίας της ελονοσίας
να επιστρέψουν πάραυτα στο μέτωπο και να συνεχίσουν να πολεμούν. Επίσης,
στη μάχη στο Γκουανταλκανάλ τα ποσοστά μόλυνσης από ελονοσία πλησίασαν
το 90% σε ορισμένες μονάδες του αμερικανικού στρατού, λόγω της κακής
συμμόρφωσης των στρατιωτών στις οδηγίες λήψης ενός αντιελονοσιακού
φαρμάκου (Atabrine) και της τοπογραφίας της περιοχής, που ευνοούσε την
εξάπλωση της ασθένειας. Τότε οι ιατροί έλαβαν διαταγή να μην δικαιολογούν
75
Βλ. ό.π. Howe E., Mixed Agency in Military Medicine: Ethical Roles in Conflict, σ. 339-342.
76
Βλ. ό.π. Beam T., Medical Ethics on the Battlefield: The Crucible of Military Medical Ethics, σ. 373.
35
στρατιώτες με θερμοκρασίες κάτω από 42 ο C! Εάν η απόφαση αυτή δεν είχε
ληφθεί, ίσως η κατάληψη του νησιού να μην είχε πραγματοποιηθεί.
Στα προηγούμενα περιστατικά οι ιατροί έκαναν ακριβώς αυτό που
διατάχθηκαν να κάνουν, ώστε να επικρατήσει ο στρατός τους στη μάχη. Στη
δεύτερη περίπτωση λειτουργίας του προαναφερόμενου κριτηρίου είναι
υποχρεωμένοι να δώσουν προτεραιότητα στη θεραπεία των στρατιωτών που
μπορούν να επιστρέψουν στο καθήκον, έχοντας επίγνωση ότι με τον τρόπο
αυτό διακινδυνεύουν τη ζωή και την υγεία των πιο σοβαρά ασθενών και
τραυματιών75. Η επιλογή αυτή μπορεί να γίνει σε ακραίες συνήθως καταστάσεις,
που επιβάλλει η στρατιωτική σκοπιμότητα, κυρίως σε περιπτώσεις μεγάλων
ελλείψεων σε ιατρικές προμήθειες και προσωπικό. Ένα ιστορικό παράδειγμα
που απεικονίζει την επικράτηση της στρατιωτικής ανάγκης στην πράξη είναι η
διανομή της πενικιλλίνης κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στις μάχες στη Βόρεια
Αφρική, η οποία βρισκόταν τότε σε πειραματικό στάδιο77. Παρά την αντίθετη
άποψη των ιατρών-επιστημόνων και με απόφαση της στρατιωτικής διοίκησης
των συμμαχικών δυνάμεων τα μικρά αποθέματά της χρησιμοποιήθηκαν κατά
προτεραιότητα για τη θεραπεία στρατιωτών με αφροδίσια νοσήματα (που είχαν
μολυνθεί σε οίκους ανοχής) και όχι αυτών που είχαν υποστεί διάφορα τραύματα
κατά τη μάχη διακινδυνεύοντας τη ζωή τους. Η απόφαση αυτή κινήθηκε από το
εξεταζόμενο κριτήριο, καθώς έδωσε τη δυνατότητα επιστροφής στο μέτωπο σε
σύντομο χρονικό διάστημα ενός μεγάλου αριθμού στρατιωτών, που μαστίζοταν
από τη βλεννόρροια, και συνέβαλε αποφασιστικά στην έκβαση της μάχης υπέρ
των συμμάχων.
Στο σημείο αυτό είναι ανάγκη να αποσαφηνιστεί ότι οποιαδήποτε
απόφαση για παροχή ιατρικής φροντίδας κατά τη μάχη δεν λαμβάνεται
αποκλειστικά από τους ιατρούς. Αποτελεί μάλιστα πρωταρχικά απόφαση των
στρατιωτικών διοικητών78. Όπως ο απλός στρατιώτης, έτσι και ο ιατρός, έχει
ορκιστεί να υπακούει στις νόμιμες διαταγές των ανωτέρων του και υπόκειται σε
ένα αυστηρό σύστημα πειθαρχίας79. Ο ρόλος του ιατρού είναι συμβουλευτικός,
77
Βλ. ό.π. Gross M., Bioethics and Armed Conflict: Moral Dilemmas of Medicine and War, σ. 138-141.
Howe E., Mixed Agency in Military Medicine: Ethical Roles in Conflict, σ. 341.
78
Βλ. ό.π. Gross M., Bioethics and Armed Conflict: Moral Dilemmas of Medicine and War, σ. 66. Beam
T., Medical Ethics on the Battlefield: The Crucible of Military Medical Ethics, σ. 379. Howe E., Mixed
Agency in Military Medicine: Ethical Roles in Conflict, σ. 339-342.
79
Βλ. αναλυτικά για την έννοια και το σύστημα στρατιωτικής πειθαρχίας Rowe P., The Impact of Human
Rights Law on Armed Forces, Cambridge University Press, 2006, σ. 60-67.
36
καθώς κατέχει εξειδικευμένες γνώσεις που μπορούν να βοηθήσουν με την
ανάλυση όλων των ιατρικών δεδομένων στη στρατιωτική ιεραρχία για τη λήψη
των σχετικών αποφάσεων. Πρέπει λοιπόν ο ιατρός να παραθέτει πλήρως τις
αναγκαίες πληροφορίες, αλλά έχει παράλληλα και την ηθική υποχρέωση να
εκφράζει και την προσωπική του άποψη για το θέμα. Η τελική απόφαση ανήκει
στον διοικητή, ο οποίος έχει μια πιο συνολική εικόνα της αντιμετωπιζόμενης
κατάστασης και είναι για τον σκοπό αυτό ακριβώς εκπαιδευμένος και
εξουσιοδοτημένος, να λαμβάνει δηλαδή αποφάσεις. Στην ακραία περίπτωση
που ο ιατρός θεωρεί την επιλογή του διοικητή παράνομη μπορεί απλά να μην
υπακούσει και να απαλλαχθεί από τα καθήκοντά του αντιμετωπίζοντας βέβαια
και τον κίνδυνο ενός στρατοδικείου80. Τις περισσότερες φορές οι «δύσκολες»
αποφάσεις σε ιατρικά θέματα λαμβάνονται με γνώμονα το συνολικό συμφέρον
των στρατευμάτων και την επιτυχία της ανατεθείσας σε μια μονάδα αποστολής,
γεγονός που οδηγεί συχνά στον παραγκωνισμό του δικαιώματος παροχής
περίθαλψης ενός ή περισσότερων στρατιωτών.
Μια ακόμη περίπτωση κατά την οποία ανακύπτουν κίνδυνοι για το
δικαίωμα των μάχιμων στην ιατρική φροντίδα είναι η εγκατάλειψη μέρους των
φίλιων τραυματιών και ασθενών στα χέρια του εχθρού. Η κατάσταση αυτή
μπορεί να συμβεί σε περιπτώσεις που ο εχθρός αναπτύσσεται γρήγορα και μια
ιατρική μονάδα δεν έχει τον απαιτούμενο χρόνο για τη μεταφορά όλων των
τραυματιών. Όποια κι αν είναι η αιτία της απόφασης αυτής, το άρθρο 12 παρ. 4
της ΣΓ ’49 Ι επιβάλλει την υποχρέωση να αφεθεί ταυτόχρονα πίσω και το
αναγκαίο υγειονομικό προσωπικό και υλικό για την περίθαλψη των τραυματιών
αυτών. Η υποχρέωση όμως αυτή δεν είναι απόλυτη, καθώς υπακούει στη
λειτουργία των στρατιωτικών αναγκών («as far as military considerations
permit»). Η προηγούμενη απόφαση είναι εξαιρετικά δύσκολη για ένα
στρατιωτικό διοικητή και γίνεται ακόμη πιο δύσκολη, όταν αναγκάζεται να μην
ανταποκριθεί στην παραπάνω υποχρέωση, είτε γιατί θεωρεί βέβαιο ότι ο
εχθρός θα σκοτώσει ή κακοποιήσει το υγειονομικό προσωπικό ή θα το
80
Για την απάντηση στο ερώτημα ποιες διαταγές δημιουργούν υποχρέωση υπακοής (όρια πειθαρχίας) βλ.
Αλιβιζάτο Ν., Η Συνταγματική Θέση των Ενόπλων Δυνάμεων. ΙΙ. Δικαιώματα και Υποχρεώσεις των
Στρατιωτικών, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1992, σ. 178-196. Επίσης, για την ευθύνη του
διοικητή και την ιεραρχική προσταγή ως υπεράσπιση κατηγορουμένου στο διεθνές δίκαιο βλ. ό.π.
Χατζηκωνσταντίνου K., Επτά+1 Προβλήματα για το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο, σ. 192-197, 221-231.
Μορτόπουλο Κ., Εισαγωγή στο Διεθνές Επιχειρησιακό Δίκαιο: Μαθήματα Νομικής Ανάλυσης των
Στρατιωτικών Επιχειρήσεων στο ΝΑΤΟ και Άλλους Διεθνείς Οργανισμούς, σ. 308-323.
37
εμποδίσει στην εκπλήρωση της ιατρικής αποστολής του, είτε στην προσπάθειά
του να αποτρέψει τον κίνδυνο να μην απομείνει το αναγκαίο ιατρικό προσωπικό
και εξοπλισμός για τους υπόλοιπους στρατιώτες της μονάδας του81.
Από την παραπάνω ανάλυση εύκολα μπορεί να καταλήξει κανείς στο
συμπέρασμα ότι καταρχήν καμία από τις δύο κατηγορίες των προσώπων, στα
οποία ασκείται η ιατρική στις ένοπλες συγκρούσεις, μάχιμοι και μη μάχιμοι, δεν
απολαμβάνει στον ίδιο βαθμό το δικαίωμα στην ιατρική φροντίδα σε σχέση με
ένα μέσο τυπικό ασθενή σε περίοδο ειρήνης, καθώς αυτό σε διάφορες
περιπτώσεις πρακτικά περιορίζεται, παρά την ύπαρξη μάλιστα νομικών
κανόνων που το προασπίζουν.
2) Ανθρώπινη αξιοπρέπεια
Σε καιρό πολέμου η αρχή της αξίας του ανθρώπου αποτελεί τη βάση του
ανθρωπιστικού δικαίου. Εκτός από την ανθρώπινη ζωή, προστατεύει κάθε
άνθρωπο χωρίς καμία διάκριση από βασανιστήρια, σκλαβιά, εξευτελισμό,
κακομεταχείριση και πειραματισμούς. Αυτό σημαίνει ότι περιλαμβάνει στο
προστατευτικό της πεδίο μάχιμους και μη μάχιμους. Η προσπάθεια της
διεθνούς κοινότητας να αποτρέψει τις παραβιάσεις της αρχής αυτής είναι
διαρκής μέσα από διακηρύξεις και συνθήκες, νομικά δεσμευτικές ή μη. Είναι
γεγονός όμως, ότι η μέχρι σήμερα ιστορική πραγματικότητα έχει αποδείξει ότι
σε περιόδους ενόπλων συγκρούσεων είναι εξαιρετικά μεγάλη η πιθανότητα να
υποστούν οι άνθρωποι, κυρίως βέβαια οι εχθροί, τέτοιου είδους συμπεριφορές,
που προσβάλλουν βάναυσα την αξία τους ως ανθρώπινα όντα. Στο ζήτημά μας
και στα πλαίσια του ΔΕΣ η απαγόρευση χρήσης όπλων που προξενούν
περιττές πληγές και ανώφελο πόνο 82, η προστασία των τραυματιών και
ασθενών και το δικαίωμα στη θεραπεία των αιχμαλώτων πολέμου απηχούν
πράγματι το νόημα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Καθιερώνεται μάλιστα ένα
minimum ανθρωπιστικής μεταχείρισης, το οποίο αναγνωρίζεται ως εθιμικό
δίκαιο και ισχύει έναντι όλων83.
81
Βλ. ό.π. Vollmar L., Military Medicine in War: The Geneva Conventions Today, σ. 756.
82
Βλ. ό.π. Μαρούδα Ν., Το Ανθρωπιστικό Δίκαιο των Ενόπλων Συρράξεων, σ. 555. Χατζηκωνσταντίνου
K., Προσεγγίσεις στο Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο, σ. 52-54.
83
Βλ. ό.π. Μαρούδα Ν., Το Ανθρωπιστικό Δίκαιο των Ενόπλων Συρράξεων, σ. 521, για τη ρήτρα
Martens: «…στις περιπτώσεις που δεν καλύπτονται από το Πρωτόκολλο ή άλλες διεθνείς συμφωνίες,
άμαχοι και μαχητές παραμένουν υπό την προστασία κι εξουσία των αρχών του διεθνούς δικαίου, που
38
Υποστηρίζεται η άποψη ότι η αρχή της αξίας του ανθρώπου λειτουργεί
απόλυτα και απαγορεύει περαιτέρω σταθμίσεις. Αν και ελκυστική η άποψη
αυτή, είναι εξαιρετικά δύσκολο να εφαρμοστεί σε πολεμικό περιβάλλον, όταν
μάλιστα υπάρχουν αντικρουόμενα δικαιώματα. Τα δικαιώματα που πηγάζουν
από την αρχή της ανθρώπινης αξίας είναι λοιπόν στην πράξη απαραβίαστα στο
βαθμό που δεν συγκρούονται μεταξύ τους. Ποιο όμως δικαίωμα θα επικρατήσει;
Αυτό δεν είναι πάντοτε ξεκάθαρο και δεν επιλύεται πάντοτε από τα διάφορα
κράτη με τον ίδιο τρόπο, καθώς οι ακολουθούμενες πρακτικές επηρεάζονται
συχνά από τη χάραξη της εθνικής πολιτικής. Για παράδειγμα, η προστασία από
κακομεταχείριση μπορεί να έρθει σε αντιπαράθεση με το δικαίωμα στη ζωή και
να οδηγήσει ένα κράτος στη σκέψη να θυσιάσει την αξιοπρέπεια ορισμένων,
προκειμένου να προστατέψει τις ζωές κάποιων άλλων. Αυτό μπορεί να συμβεί
στην περίπτωση των βανανιστηρίων κατά τις ανακρίσεις με θύμα το εχθρικό
προσωπικό (αιχμάλωτοι πολέμου και άμαχοι). Στο σημείο αυτό κρίνεται
σκόπιμη η αναφορά στην προβληματική αυτού του ζητήματος, καθώς η όποια
συμμετοχή του υγειονομικού προσωπικού, του οποίου ο ρόλος γίνεται
ορισμένες φορές καθοριστικός για τη συνέχιση των ανακρίσεων, είναι αντίθετη
στη βάση της ιατρικής ηθικής. Μεταμορφώνει το έργο του από τη φροντίδα και
την ανακούφιση των δεινών σε πρόκληση πόνου και δυστυχίας. Ειδικότερα, θα
αναφερθούν οι διάφοροι τρόποι εμπλοκής του υγειονομικού προσωπικού στις
διαδικασίες αυτές, η παρεχόμενη από το δίκαιο προστασία στα θύματα και οι
πρακτικές ορισμένων κρατών με τις προσπάθειες δικαιολόγησής τους.
α) «Βασανιστήρια»
Η Σύμβαση του ΟΗΕ του 1984 κατά των βασανιστηρίων και άλλων
μορφών σκληρής, απάνθρωπης και ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας
περιλαμβάνει στον όρο βασανιστήρια οποιαδήποτε εκ προθέσεως πράξη
προκαλεί «σοβαρό» πόνο ή ταλαιπωρία σε κάποιο πρόσωπο με σκοπό την
άντληση από αυτό ή άλλο πρόσωπο πληροφοριών ή ομολογίας (interrogational
torture)84. Αν και η έννοια επιδέχεται διαφορετικές ερμηνείες, υπάρχουν πολλές
απορρέουν από καθιερωμένο έθιμο, τις αρχές της ανθρωπότητας και τις επιταγές της δημόσιας
συνείδησης.» (ΣΠ ’77 Ι).
84
Βλ. http://www.un.org/documents/ga/res/39/a39r046.htm, όπου στο άρθρο 1 της σύμβασης
αναφέρεται: «For the purposes of this Convention, the term "torture" means any act by which severe pain
or suffering, whether physical or mental, is intentionally inflicted on a person for such purposes as
39
πρακτικές που διεκδικούν την ένταξή τους σε αυτήν. Μεταξύ αυτών είναι οι
ξυλοδαρμοί, η απομόνωση, οι φωνές ή η δυνατή μουσική, η στέρηση ύπνου και
τροφής και των αισθήσεων της όρασης ή της ακοής (κουκούλωμα), η έκθεση
στο κρύο ή τη ζέστη, η εξαπάτηση, η στάση σε επώδυνες θέσεις που
προκαλούν άγχος για πολύ ώρα (όρθια σε τοίχο), η υπερβολική σύσφιξη των
χειροπέδων και η χρησιμοποίηση των φοβιών των κρατουμένων (γαβγίσματα
σκύλου)85.
40
αυτών μορφών ανάμειξης του ιατρικού προσωπικού σε βασανιστήρια είναι
διαφορετική, η στάση της διεθνούς ιατρικής και νομικής κοινότητας είναι σχετικά
ξεκάθαρη απέναντί τους.
γ) Παρεχόμενη προστασία
41
Ανάλογες ρυθμίσεις υπάρχουν και για τον άμαχο πληθυσμό (πολίτες) στη ΣΓ
’49 IV92.
care…», «The physical or mental health and integrity of persons … shall not be endangered by an
unjustified act or omission…».
92
«…each Party to the conflict shall … protect them against pillage and ill-treatment».
93
Βλ. ό.π. Beam T., Medical Ethics on the Battlefield: The Crucible of Military Medical Ethics, σ. 394-
398.
94
Βλ. Bufacchi V., Arrigo J-M., Torture, Terrorism and the State: a Refutation of the Ticking-Bomb
Argument, Journal of Applied Philosophy, Vol. 23, No. 3, 2006. Association for the Prevention of
Torture, Defusing the Ticking Bomb Scenario. Why we must say No to torture, always, Γενεύη 2007, όπου
αναλύεται το ενλόγω επιχείρημα και γίνεται μια προσπάθεια αντίκρουσης κάθε προσπάθειας
δικαιολόγησης των βασανιστηρίων, χωρίς εξαιρέσεις. Το σχετικό σενάριο διαμορφώνεται ως εξής:
υποθέτουμε ότι ο δράστης μιας επικείμενης τρομοκρατικής επίθεσης, που θα σκοτώσει πολλούς
ανθρώπους, είναι στα χέρια των αρχών και ότι θα αποκαλύψει τις πληροφορίες που απαιτούνται για να
αποτραπεί η επίθεση μόνο αν βασανιστεί. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να βασανιστεί;
42
emergency»)95 θα μπορούσε ως ένα βαθμό να δικαιολογηθεί ηθικά, το οποίο
υφίσταται σε περιπτώσεις που το κράτος αντιμετωπίζει την απειλή
ολοκληρωτικής καταστροφής. Ακόμη, όμως, και σε αυτήν την περίπτωση ή σε
οποιαδήποτε άλλη προσπάθεια δικαιολόγησης του φαινομένου και κυρίως σε
αυτήν που γίνεται με κριτήρια υπολογισμού κόστους-οφέλους96 εξακολουθεί να
υπάρχει ο κίνδυνος ενός «ολισθηρού ολισθήματος». Ενώ η εφαρμογή τους
μπορεί βραχυπρόθεσμα να σώσει ζωές, ενδέχεται να υπονομεύσει ολόκληρο το
οικοδόμημα του ανθρωπιστικού δικαίου. Άλλωστε, είναι εξαιρετικά αμφίβολο το
ότι ο μόνος τρόπος να εντοπίσει και να αποτρέψει κανείς έναν κίνδυνο είναι η
επιλογή των βασανιστηρίων.
Με οδηγό τα παραπάνω επιχειρήματα και κάτω από την απειλή της
«τρομοκρατίας» διάφορα «πολιτισμένα» κράτη, όπως η Μεγάλη Βρετανία, το
Ισραήλ και οι ΗΠΑ επέβαλαν κατά τις ανακρίσεις την εφαρμογή μεθόδων που
συνιστούσαν βασανιστήρια97. Στις προσπάθειες του Ηνωμένου Βασιλείου να
υποστηρίξει δημόσια τα βασανιστήρια σε ανακρίσεις υπόπτων για συμμετοχή
στην τρομοκρατική οργάνωση IRA το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι
πρακτικές, όπως οι ως άνω περιγραφόμενες, αποτελούν βασανιστήρια (Ireland
v. The United Kingdom, 1976). Έπειτα από την επιλογή της «πολιτικής» αυτής
ακολούθησαν οι προσπάθειες δικαιολόγησής της. Άλλοτε οι εφαρμοζόμενες
μέθοδοι χαρακτηρίζονταν «μέτρια σωματική πίεση» για να διακρίνονται από τα
βασανιστήρια, ενώ άλλοτε υποστηρίχθηκε η επικράτηση του εθνικού δικαίου
έναντι του διεθνούς, που έδινε διαφορετική ερμηνεία στην έννοια των
βασανιστηρίων98. Υπήρξε μάλιστα σταθερή πολιτική της αμερικανικής
κυβέρνησης μετά την έναρξη του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» να αρνείται
το δικαίωμα των κρατουμένων κατά τη διάρκεια του πολέμου αυτού να
επικαλούνται το καθεστώς αιχμαλώτου πολέμου ενώπιον αρμόδιου εθνικού
95
Βλ. αναλυτικά για το κριτήριο αυτό ό.π. Gross M., Bioethics and Armed Conflict: Moral Dilemmas of
Medicine and War, σ. 44, 269-271.
96
Βλ. Brown R., Torture, Terrorism, and the Ticking Bomb: A Principled Response, Journal of
International Law and Policy, Vol. IV, 2007, για τις αρχές δικαιολόγησης του σεναρίου αυτού (μεταξύ
αυτών «necessity defence», «self-defence» και «political absolution»). Για δικαιολόγηση με κριτήρια
κόστους-οφέλους βλ. λόγου χάρη «the utilitarian argument» ό.π. Gross M., Bioethics and Armed
Conflict: Moral Dilemmas of Medicine and War, σ. 224-230.
97
Βλ. Enemark C., Triage, Treatment and Torture: Ethical Challenges for US Military Medicine in Iraq,
Journal of Military Ethics, Vol. 7, No. 3, 2008, σ. 186-201. Howe E., Dillemas in Military Medical Ethics
Since 9/11, Kennedy Institute of Ethics Journal, Vol. 13, No. 2, 2003, σ. 175-177. Ό.π. Gross M.,
Bioethics and Armed Conflict: Moral Dilemmas of Medicine and War, σ. 211επ.
98
Βλ. αναλυτικά για τις προσπάθειες αυτές ό.π. Gross M., Bioethics and Armed Conflict: Moral
Dilemmas of Medicine and War, σ. 215-217.
43
δικαστηρίου. Χρησιμοποιήθηκαν όροι που δεν βρίσκουν έρεισμα στο ΔΕΣ,
όπως «παράνομοι μαχητές» ή τρομοκράτες, ώστε να παρακαμφθεί το διεθνές
δίκαιο και να καταστούν επιτρεπτές οι «σκληρές» ανακρίσεις99. Ανεξάρτητα,
όμως, από το βάσιμο των ισχυρισμών αυτών, είναι βέβαιο ότι οι ιατροί στα
κράτη αυτά βρίσκονται μεταξύ σφύρας και άκμονος, καθώς θα πρέπει να
ανταποκριθούν ταυτόχρονα στις υποχρεώσεις τους απέναντι στην πολιτική
κοινότητα που ανήκουν και στο καθήκον προς τους ασθενείς τους. Αν και
υπάρχουν απόψεις που υποστηρίζουν ως λύση στο ζήτημα μια «ηθική
απομάκρυνση» των ιατρών από τις πράξεις αυτές100, σε παρόμοιες καταστάσεις
μόνο η σταθερή προσήλωση στις βασικές αρχές της ιατρικής ηθικής είναι ικανή
να δώσει τις πιο ασφαλείς λύσεις.
3) Αυτονομία
44
αυτό δικαίωμα σε συνθήκες μάχης συνήθως λαμβάνει τη μορφή αιτήματος ενός
στρατιώτη για ενεργητική ευθανασία σε περίπτωση που πάσχει από
ανυπόφορους πόνους ή σοβαρά τραύματα, τα οποία μπορεί να θέσουν σε
κίνδυνο την αποστολή ή την ασφάλεια των υπολοίπων. Ως ένα από μόνο του
ιδιαίτερα εκτεταμένο κεφάλαιο του βιοηθικού προβληματισμού δεν θα
αποτελέσει αντικείμενο του παρόντος πονήματος. Κατά δεύτερο λόγο, η
υποχρέωση τήρησης του ιατρικού απορρήτου και εχεμύθειας, που επιτρέπει
στον ασθενή να έχει πλήρη πρόσβαση στον ιατρικό του φάκελο και υποχρεώνει
τον ιατρό να προστατεύει τα «ευαίσθητα» προσωπικά δεδομένα υγείας. Η
ικανοποίηση των παραπάνω δικαιωμάτων, που ακόμη και σε περιόδους
ειρήνης κάποιες φορές δεν είναι πλήρης, κατά τις ένοπλες συγκρούσεις τίθεται
σε διαφορετικά πλαίσια.
102
Για την Ελλάδα βλ. άρθρα 11-12 ν.3418/2005 (Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας). Γενικά για τη
συναίνεση του «ενημερωμένου ασθενή» στο ελληνικό δίκαιο βλ. Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Κουνουγέρη-
Μανωλεδάκη Ε., Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., Ο νέος Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας: Βασικές Ρυθμίσεις
(νομική, ιατρική και κοινωνιολογική προσέγγιση), εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2006, σ. 13-38.
45
στα παραπάνω κείμενα ούτε στις ειδικότερες διατάξεις του ΔΕΣ για την
προστασία των θυμάτων των ενόπλων συγκρούσεων, ούτε αντίστοιχα σε
κείμενα ιατρικής δεοντολογίας που διεκδικούν εφαρμογή κατεξοχήν σε
καταστάσεις βίας και συγκρούσεων. Καταρχήν, οι Συνθήκες της Γενεύης του
1949 περιορίζονται σε γενικότερες αναφορές σε σχέση με το ενλόγω δικαίωμα,
κυρίως με τη μορφή ενός καθήκοντος σεβασμού και προστασίας από κάθε
προσβολή του προσώπου τραυματιών και ασθενών, εάν αυτό ερμηνευθεί με
την έννοια ενός δικαιώματος στην προσωπικότητα, το οποίο περιλαμβάνει και
τον αυτοκαθορισμό σε σχέση με την υγεία και τη σωματική ακεραιότητα. Οι
μοναδικές πιο κοντινές στο περιεχόμενο του δικαιώματος αναφορές βρίσκονται
στο άρθρο 11 παρ. 3 και 5 του ΣΠ ’77 Ι, όπου γίνεται λόγος για το δικαίωμα των
προστατευόμενων προσώπων να συναινέσουν εθελοντικά σε μεταγγίσεις
αίματος και μεταμοσχεύσεις δέρματος και να αρνηθούν οποιαδήποτε
χειρουργική επέμβαση, χωρίς βέβαια να μνημονεύεται πουθενά η υποχρέωση
ενημέρωσης103. Δυστυχώς, η διάταξη αυτή δεν έχει την ισχύ εθίμου, ώστε να
ισχύει έναντι όλων104. Αλλά και το ΣΠ ’77 ΙΙ, που αφορά τις εσωτερικές
συγκρούσεις, σιωπά στο συγκεκριμένο ζήτημα. Από την άλλη στις
κατευθυντήριες οδηγίες του προς τους ιατρούς σε καιρό ενόπλων συγκρούσεων
ο ΠΟΥ αναφέρεται γενικά στο σεβασμό της θέλησης του ασθενή και δίνει
βαρύτητα κυρίως στη συναίνεση του σε ιατρικά πειράματα παρά στις απλές
ιατρικές πράξεις105. Από τα παραπάνω προκύπτει ένα πρώτο συμπέρασμα ότι
το επίμαχο θέμα της συναίνεσης στις ιατρικές πράξεις αποτελεί ένα δευτερεύον
ζήτημα κατά τις ένοπλες συγκρούσεις, εάν μαλιστα συγκριθεί με αυτό της
υποχρέωσης παροχής της κατάλληλης ιατρικής περίθαλψης σε ασθενείς και
τραυματίες, όπως αναλύθηκε στο αντίστοιχο κεφάλαιο, καθώς και με άλλα
ζητήματα πρώτης γραμμής, όπως η απαγόρευση των βασανιστηρίων και των
ιατρικών πειραματισμών106. Στην προκειμένη περίπτωση όμως, θα πρέπει να
ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι κατεξοχήν αρμόδιες διατάξεις του ΔΕΣ ανήκουν
σε νομικά κείμενα εποχών (1949, 1977), κατά τις οποίες δεν είχε ακόμη
103
Βλ. σημείωση 63.
104
Βλ. ό.π. Henckaerts J-M., Study on customary international humanitarian law: A contribution to the
understanding and respect for the rule of law in armed conflict, σ. 175επ. Το συμπέρασμα προκύπτει από
το γεγονός ότι δεν περιλαμβάνεται στον σχετικό κατάλογο με τους εθιμικούς κανόνες.
105
Βλ. ό.π. World Medical Association, Regulations in Times of Armed Conflict and Other Situations of
Violence (2012): «Respect the individual wounded or sick person, his/her will…» και «Not undertake any
kind of experimentation on the wounded and sick without their real and valid consent…».
106
Βλ. ό.π. Gunn Μ., McCoubrey Η., Μedical Ethics and the Laws of Armed Conflict, σ. 153.
46
αποκρυσταλλωθεί το εξεταζόμενο δικαίωμα, όπως το γνωρίζουμε σήμερα. Από
ιστορικές μάλιστα μαρτυρίες107 προκύπτει ότι, ακόμη και μετά την υιοθέτηση
μεταπολεμικά του Κώδικα της Νυρεμβέργης, η συγκατάθεση σε ένα ασυγκρίτως
πιο σοβαρό ζήτημα, όπως αυτό της ιατρικής έρευνας σε ανθρώπους,
εξακολουθούσε να αποτελεί μια τυπική διαδικασία με μικρή έμφαση στην
ενημέρωση. Κατά συνέπεια, ίσως θα πρέπει καταρχήν να δεχθούμε την
αναλογική εφαρμογή του και στις υπόλοιπες ιατρικές διαδικασίες πέρα από τις
χειρουργικές. Κατ’ επέκταση, μπορεί να βρει έρεισμα και η αποδοχή της
υποχρέωση ενημέρωσης, αν και ρητά δεν προβλέπεται, καθώς αφενός το
δικαίωμα αυτοκαθορισμού κατέχει ένα ειδικό βάρος στις σύγχρονες κοινωνίες,
αφετέρου κατευθυντήρια αρχή στην ιατρική φροντίδα σε καιρό πολέμου
αναδεικνύονται μέσα από τις διατάξεις του ΔΕΣ οι κανόνες ιατρικής
δεοντολογίας, που σταθερά κάνουν λόγο για την τήρηση της υποχρέωσης
αυτής.
2/ Μη μάχιμοι
107
Βλ. Bolton T., Putting Consent in Context: Military Research Subjects in Chemical Warfare Tests at
Porton Down, UK, Journal of Policy History, Vol. 23, No. 1, 2011, σ. 53-73.
108
Βλ. για τα είδη της ενημέρωσης Φουντεδάκη Κ., Αστική Ιατρική Ευθύνη, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-
Θεσσαλονίκη 2003, σ. 178-180.
47
άσκησης της ιατρικής εν μέσω μαχών; Το μόνο βέβαιο είναι ότι αυτό θα πρέπει
κάθε φορά να εξετάζεται κατά περίπτωση και οι προσπάθειες να
επικεντρώνονται στην ανάλυση από τον ιατρό της επίμαχης διαδικασίας, πάντα
στο μέτρο του δυνατού, σε γλώσσα που ο ασθενής να κατανοεί και με μια
αντικειμενική εκτίμηση του αναγκαίου από θεραπευτική άποψη βαθμού
ενημέρωσης, με σκοπό ο ασθενής να λάβει μια υπεύθυνη απόφαση. Με
δεδομένο βέβαια ότι στο θέμα του περιεχομένου της ενημέρωσης δεν έχουν
διαμορφωθεί διεθνώς ασφαλείς κανόνες109 είναι δυνατή η υποστήριξη της
άποψης ότι μπορεί να γίνει αποδεκτός ένας χαμηλότερος βαθμός ενημέρωσης
σε επείγουσες καταστάσεις. Ένα ακόμη πρόβλημα, που δημιουργείται κυρίως
όταν οι μη μάχιμοι περιθάλπτονται από το αντίπαλο ιατρικό προσωπικό,
αποτελεί η δυσκολία ουσιαστικής επικοινωνίας μεταξύ του ιατρικού
προσωπικού και των ασθενών λόγω πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων (γλώσσα,
θρησκεία, ήθη-έθιμα κ.α.) 110, που καθιστά εξαιρετικά δύσκολη τη συμμόρφωση
προς την παραπάνω υποχρέωση. Στο σημείο αυτό και με σκοπό να γίνει
κατανοητή η διάσταση του προβλήματος μπορεί να αναφερθεί ένα παράδειγμα.
Ας σκεφτούμε την περίπτωση ενός στρατιώτη με σοβαρά τραύματα στα κάτω
άκρα, του οποίου η ζωή μόνο με έναν άμεσο ακρωτηριασμό μπορεί να σωθεί.
Εάν υποθέσουμε ότι ο ασθενής έχει τις αισθήσεις του, δεν υπάρχει κοινή
γλώσσα επικοινωνίας, αλλά ούτε και μεταφραστής (κάτι που είναι συνηθισμένο
σε ένα πεδίο μάχης), ο ιατρός λογικά θα προσπαθήσει με νοήματα να
καταστήσει σαφή την προθεσή του, στην οποία ο ασθενής λογικά δεν θα
αντιδράσει με ενθουσιασμό. Μια εκτενής τότε επεξήγηση της αναγκαιότητας της
επέμβασης θα είναι εκ των πραγμάτων αδύνατη. Στην περίπτωση αυτή,
αναμφίβολα, ο ιατρός θα θέσει ως προτεραιότητα τη διάσωση της ζωής του
ασθενή του, ενώ σε δεύτερη μοίρα θα περάσει το ενδεχόμενο νομικής του
ευθύνης από μια «αυθαίρετη» ιατρική πράξη. Στο παράδειγμα αυτό μπορεί να
ισχυριστεί κανείς ότι δικαιολογείται η επέμβαση αυτή χωρίς τη συγκατάθεση του
ασθενή, στο βαθμό που οι επικρατούσες συνθήκες έχουν ουσιαστικά οδηγήσει
τον ασθενή σε αδυναμία να συναινέσει και συντρέχει άμεση, απόλυτη και
κατεπείγουσα ανάγκη ιατρικής φροντίδας111. Διαφορετική, όμως, είναι η
109
Βλ. ό.π. Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη Ε., Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., Ο νέος
Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας: Βασικές Ρυθμίσεις (νομική, ιατρική και κοινωνιολογική προσέγγιση), σ.
37.
110
Βλ. ό.π. Gunn Μ., McCoubrey Η., Μedical Ethics and the Laws of Armed Conflict, σ. 151-152.
111
Βλ. ανάλογη ρύθμιση σε ΚΙΔ, άρθρο 12 παρ. 3α.
48
περίπτωση που ο ενήλικος και απόλυτα ικανός ασθενής αρνείται
κατηγορηματικά να υποβληθεί σε μια αναγκαία για τη ζωή του ιατρική πράξη.
Εδώ οι εσωτερικές νομοθεσίες των διαφόρων κρατών δεν αντιμετωπίζουν με
τον ίδιο τρόπο το θέμα. Ωστόσο, το πνεύμα και το γράμμα του ΣΠ ’77 Ι μας
οδηγούν στην άποψη ότι η άρνησή του πρέπει σε κάθε περίπτωση να γίνει
σεβαστή. Ακριβώς για τον λόγο αυτό το Πρωτόκολλο επιμένει στη λήψη από το
ιατρικό προσωπικό γραπτής δήλωσης της άρνησης αυτής ή τουλάχιστον στη
γνώση του γεγονότος αυτού, η οποία ενδεχομένως να περιλαμβάνει για τη
διασφάλιση του προσωπικού και μαρτυρίες από τρίτα μέρη της διπλής αυτής
άρνησης (ιατρικής επέμβασης και γραπτής άρνησης)110. Τέλος, στο ερώτημα
εάν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι προηγουμένως εκφρασθείσες επιθυμίες 112
του ασθενή, σύμφωνα με το άρθρο 9 της Σύμβασης του Οβιέδο, κατά την
προσωπική μου άποψη, ασφάλεια για την πιθανολόγηση της πραγματικής
επιθυμίας του ασθενή υπάρχει μόνο στην περίπτωση που δεν έχει μεσολαβήσει
αρκετό χρονικό διάστημα μέχρι να περιπέσει αυτός σε κατάσταση αδυναμίας
συναίνεσης, γεγονός που ενισχύεται και από την πρωταρχική σημασία που
δίνεται από το ΔΕΣ στην κατάλληλη ιατρική περίθαλψη. Έπειτα από την
παράθεση των περιορισμών που παρατηρούνται στο δικαίωμα των μη μάχιμων
στη συναίνεση μετά από ενημέρωση θα ακολουθήσει η εξέταση του σχετικού
δικαιώματος των μάχιμων, το οποίο εμφανίζεται ακόμη πιο υποβαθμισμένο.
3/ Μάχιμοι
112
Εδώ πιθανότατα δεν θα υπάρχουν οικείοι για να τις εκφράσουν, ούτε ο ασθενής θα έχει στην κατοχή
του μια «διαθήκη ζωής». Μια λύση (όχι και τόσο ασφαλής) είναι να κρατά κάποιου είδους κάρτα, όπου
θα αναφέρονται εκεί οι επιθυμίες του σε γενικές γραμμές.
49
εξυπηρετεί το γενικότερο συμφέρον μιας κοινωνίας, εδώ την εθνική ασφάλεια 113.
Καταλήγει μάλιστα, σε έσχατο βαθμό, στην προθυμία τους να διακινδυνεύσουν
ακόμη και την απώλεια της ζωής τους, εάν παραστεί ανάγκη, υπακούοντας στις
νόμιμες διαταγές των ανωτέρων τους. Εάν λοιπόν η αυτονομία με την έννοια
αυτή οριοθετείται τοιουτοτρόπως, κατά ελάσσονα λόγο τίθενται αντίστοιχα όρια
στην κατά την άσκηση της ιατρικής εκφρασή της, με αποτέλεσμα να κρίνεται σε
ορισμένες περιπτώσεις αναγκαία η θυσία από μέρους τους του δικαιώματος να
αρνηθούν μια ιατρική διαδικασία που τους καθιστά αξιόμαχους. Κάτι ανάλογο
δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό σε ειρηνική περίοδο, παρά μόνο σε εξαιρετικές
περιπτώσεις, που ρητά προβλέπονται από τον νόμο. Αντίθετα, η αποτυχία ενός
μάχιμου να συμμορφωθεί σε ένα κατάλληλο θεραπευτικό σχήμα που θα τον
οδηγήσει πίσω στο καθήκον συνιστά περιφρόνηση προς μια σαφή εντολή, τις
περισσότερες φορές πειθαρχικά τουλάχιστον τιμωρητέα. Η αποτυχία αυτή να
ανταποκριθεί ένας στρατιώτης στο μέρος της αποστολής που του αναλογεί θέτει
σε κίνδυνο τις ζωές των συναδέλφων του, καθώς η υλοποίηση της αποστολής
επιτυγχάνεται μέσα από συλλογική προσπάθεια. Παραβιάζεται, επίσης, η αρχή
της δικαιοσύνης, καθώς οι εναπομείναντες θα εξακολουθούν να
αντιμετωπίζουν τους κινδύνους της μάχης σε σχέση με αυτούς που θα
εξαιρεθούν, λόγω της άρνησης υποβολής τους στην αναγκαία περίθαλψη.
Γίνεται λοιπόν εύκολα αντιληπτό ότι η ιατρική φροντίδα κατευθύνεται κυρίως
στην εξυπηρέτηση ενός συλλογικού συμφέροντος. Από τη μία οι στρατιώτες
λαμβάνουν ιατρική φροντίδα με σκοπό, όχι μόνο να διασφαλίσουν την υγεία
τους ως ξεχωριστά άτομα, αλλά επιπλέον να διατηρήσουν την υγεία και
αποδοτικότητα ενός μεγαλύτερου οργανισμού, μιας μαχόμενης δύναμης 114. Με
αυτά τα δεδομένα, εάν δοθεί στον μάχιμο η δυνατότητα να αρνηθεί ελεύθερα
μια ενδεδειγμένη ιατρική θεραπεία, υπονομεύεται ευθέως η στρατιωτική
πειθαρχία, βασική στρατιωτική αρετή και πρωταρχική δύναμη για τη συνοχή
των ενόπλων δυνάμεων, κατά τη στερεότυπη ορολογία των στρατιωτικών
113
Βλ. για τα όρια της αυτονομίας ό.π. Αλιβιζάτο Ν., Η Συνταγματική Θέση των Ενόπλων Δυνάμεων. ΙΙ.
Δικαιώματα και Υποχρεώσεις των Στρατιωτικών, σ. 178-196. Επίσης, βλ. για την αυτονομία στον
αμερικανικό στρατό Visser S., The Soldier and Autonomy, στο Lounsbury D., Bellamy R. (επιμ.),
Textbooks οf Military Medicine: Military Medical Ethics vol. 1 (Borden Institute), Office of the Surgeon
General at TMM Publications, 2003, σ. 251-266.
114
Βλ. Howe E.G. & Martin E.D., Treating the Troops, Hastings Center Report, 21(2), 1991, σ. 21-24.
Ό.π. Gross M., Bioethics and Armed Conflict: Moral Dilemmas of Medicine and War, σ. 102-104.
50
κανονισμών115. Αυξάνεται παράλληλα ο κίνδυνος για τους υπόλοιπους
μάχιμους, καθώς μειώνεται η ισχύς της μαχόμενης δύναμης.
Μια ακόμη παράμετρος του θέματος εντοπίζεται στην πρωταρχική
υποχρέωση του στρατού να φροντίζει για την ευημερία των μελών του στα
πλαίσια του εθνικού του καθήκοντος. Η υποχρέωση αυτή πηγάζει καταρχήν
από λόγους αναγκαιότητας, πιθανόν ανύψωσης του ηθικού των στρατιωτών και
από το καθήκον μιας πολιτείας μέσω του στρατιωτικού της ιατρικού συστήματος
να παρέχει την καλύτερη δυνατή ιατρική φροντίδα σε όσους η κοινωνία στέλνει
στη μάχη, ως αντιστάθμισμα του κινδύνου στον οποίο εκτίθενται για λογαριασμό
της116. Η φύση της σχέσης αυτής μπορεί καλύτερα να περιγραφεί με την
αναφορά στον «Σκληρό Κανόνα» (Harm Principle), στον οποίο στηρίζεται κατά
βάση η φιλοσοφική δικαιολόγηση των περιορισμών στην αυτονομία των μελών
του στρατού. Σύμφωνα με αυτόν, ο μόνος σκοπός για τον οποίο η εξουσία
μπορεί να ασκείται δικαίως σε οποιοδήποτε μέλος μιας πολιτισμένης
κοινότητας, παρά τη θέλησή του, είναι να αποτραπεί η βλάβη σε άλλους 117. Ο
στρατός λοιπόν περιορίζει την αυτονομία των μελών του για να διαφυλάξει τη
συνολική του δύναμη και ο ασφαλέστερος τρόπος να το επιτύχει είναι ένας
περισσότερο «πατερναλιστικός» τρόπος άσκησης της ιατρικής, όπου δεν
υπάρχει αρκετός χώρος για τη συναίνεση του ενημερωμένου ασθενούς. Αυτός ο
πατερναλισμός διαφέρει από αυτόν της πολιτικής ζωής, καθώς δεν ασκείται
αποκλειστικά προς το συμφέρον του ασθενή, αλλά ικανοποιεί ταυτόχρονα και
συλλογικά συμφέροντα. Έχει μάλιστα διατυπωθεί η ακραία άποψη ότι κατά τις
ένοπλες συγκρούσεις όσοι υποστηρίζουν την ανεπιφύλακτη άσκηση του
επίμαχου δικαιώματος οφείλουν και να δικαιολογούν την πράξη τους (βάρος
απόδειξης)118. Η πραγματική άσκηση του δικαιώματος προϋποθέτει, όπως
αναφέρθηκε, ελευθερία από οποιονδήποτε καταναγκασμό. Γενικότερα όμως, ο
ασθενής αντιμετωπίζει και τις εγγενείς δυσκολίες της μάχης, όπως
115
Βλ. άρθρο 2 παρ. 4 Στρατιωτικού Κανονισμού 20-1 (ΠΔ 130/10-4-84, ΦΕΚ 42 Α΄, όπως
τροποποιήθηκε το 2002): «Η πειθαρχία είναι η βασική στρατιωτική αρετή και η πρωταρχική δύναμη που
διατηρεί σε συνοχή το Στρατό. Όλες οι άλλες στρατιωτικές αρετές γίνονται ανωφελείς και άκαρπες χωρίς
την υπαγωγή των ατομικών θελήσεων και δραστηριοτήτων στις εντολές και οδηγίες, τις οποίες μία
θέληση που ευρίσκεται πιο πάνω από τα άτομα, καθορίζει σαν υποχρεωτικούς κανόνες συμπεριφοράς και
δράσεως.».
116
Βλ. ό.π. Gross M., Bioethics and Armed Conflict: Moral Dilemmas of Medicine and War, σ. 70-86,
ιδίως 84-86.
117
Βλ. ό.π. Visser S., The Soldier and Autonomy, σ. 253-254.
118
Βλ. ό.π. Gross M., Bioethics and Armed Conflict: Mapping the Moral Dimensions of Medicine and
War, σ. 27.
51
περιορισμένες προμήθειες, προσωπικό και δυνατότητα διακομιδών, καθώς και
την πιθανότητα εχθρικής επίθεσης, οι οποίες καθορίζουν την απόφασή του 119.
Για παράδειγμα, η συναίνεσή του σε μια χειρουργική επέμβαση δεν διασφαλίζει
το ότι δεν θα κριθεί αναγκαία η κατά τη διάρκεια της επέμβασης μεταφορά του
λόγω εχθρικής επίθεσης. Κάτι ανάλογο βέβαια ισχύει και για τους μη μάχιμους.
Κατόπιν όλων των παραπάνω, μπορεί αβίαστα να οδηγηθεί κανείς σε ένα
γενικότερο συμπέρασμα ότι ο μάχιμος-στρατιώτης δεν αποτελεί ένα
συνηθισμένο ασθενή, όταν βρίσκεται ενώπιον των κινδύνων που συνεπάγεται
μια ένοπλη σύγκρουση, με αποτέλεσμα και το επίμαχο δικαίωμα να τίθεται
ουσιαστικά στο περιθώριο, όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις της στρατιωτικής
αναγκαιότητας. Αυτό αποτελεί τότε την εξαίρεση παρά τον κανόνα.
52
αναδεικνύουν, σε οριακό βαθμό, την πολυπλοκότητα του ζητήματος της
συναίνεσης κατά τις ένοπλες συγκρούσεις.
Ακόμη μεγαλύτεροι προβληματισμοί εγείρονται στην περίπτωση των μη
επαρκώς ελεγμένων και δοκιμασμένων μορφών ιατρικής φροντίδας ή
φαρμάκων. Κατά τη διάρκεια του «Πολέμου στον Περσικό Κόλπο» (1990) το
Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ αιτήθηκε (για πρώτη φορά) από τον αρμόδιο
Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων την εξαίρεση από τον κανόνα της
συναίνεσης σε σχέση με τον εμβολιασμό των αμερικανικών στρατευμάτων με
τέτοιου είδους ουσίες, με την αιτιολογία ότι υπήρχε άμεση απειλή να εξαπολύσει
το Ιράκ επίθεση με βιολογικά και χημικά όπλα 122 και με δεδομένο ότι οι χημικές
αυτές ουσίες προσέφεραν την καλύτερη δυνατή, αν όχι τη μόνη, προστασία
ενάντια στην απειλή αυτή. Τελικά, δόθηκε η άδεια για έναν υποχρεωτικό
εμβολιασμό. Η σχετική απόφαση έμεινε γνωστή ως «the Interim Rule» και
προκάλεσε ποικίλλα βιοηθικά ζητήματα 123. Στην προκειμένη περίπτωση, πέρα
από το θέμα της συναίνεσης, δεν υπήρξε ομοφωνία στο ζήτημα εάν ο
εμβολιασμός αυτός αποτελούσε ιατρικό πείραμα ή ήταν ενταγμένος στη συνήθη
ιατρική πρακτική. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι οποιαδήποτε θεραπεία μετά από την
έκθεση στα όπλα αυτά δεν θα ήταν αποτελεσματική, καθώς απαιτούνταν
αφενός ο άμεσος εντοπισμός τους, για τον οποίο δεν υπήρχε ο κατάλληλος
τεχνικός εξοπλισμός, αφετέρου εντατική ιατρική περίθαλψη, η οποία δεν ήταν
αμέσως διαθέσιμη για τις μονάδες πρώτης γραμμής. Για τον λόγο αυτό το
Υπουργείο Άμυνας έκανε την επιλογή των προφυλακτικών αντίμετρων και
εντόπισε δύο υποψήφια φάρμακα: α) τη Βρωμιούχο Πυριδοστιγμίνη, έναν
αναστρέψιμο αναστολέα χολινεστεράσης, που θεωρoύνταν ότι αυξάνει την
αποτελεσματικότητα της μετά την έκθεση θεραπείας, και β) ένα πεντασθενές
εμβόλιο κατά της τοξικής αλλαντίασης. Τα φάρμακα αυτά είχαν περιορισμένη
χρήση στο παρελθόν και δεν είχαν έγκριση για τη συγκεκριμένη στρατιωτική
εφαρμογή124. Τα προβλήματα στη χρήση τους εντοπίζονταν κυρίως στο ζήτημα
122
Soman, αέριο μουστάρδας κά.
123
Bλ. Boyce R., Waiver of Consent: The Use of Pyridostigmine Bromide during the Persian Gulf War,
Journal of Military Ethics, Vol. 8, No. 1, 2009, σ. 1-18. FitzPatrick W., Zwanziger L., Defending Against
Biochemical Warfare: Ethical Issues Involving the Coercive Use of Investigational Drugs and Biologics
in the Military, The Journal of Philosophy, Science & Law, Vol. 3, 2003. Αναρτημένο στην ιστοσελίδα:
http://jpsl.org/archives/defending-against-biochemical-warfare-ethical-issues-involving-coercive-use-
investigational-drugs-and-biologics-military/. Ανάκτηση: 18/5/2014.
124
Ό.π. Boyce R., Waiver of Consent: The Use of Pyridostigmine Bromide during the Persian Gulf War,
σ. 5-9.
53
της αποτελεσματικότητας παρά της ασφάλειας 125, καθώς δεν υπάρχει ηθικά
αποδεκτός τρόπος να εκτεθεί άνθρωπος σε αέρια νεύρων, οπότε τα
αποτελέσματα έπρεπε να προκύψουν μόνο από πειραματόζωα. Κατά συνέπεια,
ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων τα κατηγοριοποίησε ως δοκιμαζόμενα
νέα φάρμακα (investigational new drugs), κατηγορία η οποία απαιτούσε τη
γραπτή συναίνεση του λήπτη. Η βάση για μια σε καιρό πολέμου παραίτηση από
αυτή δύσκολα θα μπορούσε να δικαιολογηθεί, καθώς δεν γίνεται καμία διάκριση
μεταξύ ειρήνης και πολέμου σε σχέση με τον πειραματισμό σε ανθρώπους. Η
θέση του Υπουργείου Άμυνας μάλιστα απηχούσε ακριβώς τους επιτρεπόμενους
από τον «Σκληρό Κανόνα» περιορισμούς. Για τη διάκριση μεταξύ πειράματος
και ιατρικής πρακτικής χρησιμοποιήθηκαν τα κριτήρια του κινδύνου για τον
«ασθενή» και της πρόθεσης του ιατρού. Αποφασίστηκε λοιπόν ότι τα φάρμακα
αυτά αποτελούσαν τη μόνη προληπτική άμυνα κατά μιας απειλητικής για τη ζωή
κατάστασης και ότι η ιατρική πρόθεση ήταν κατά κύριο λόγο θεραπευτική.
Επίσης, ο κίνδυνος ήταν μικρός, ενώ τα οφέλη ουσιώδη, αν και το τελευταίο δεν
μπορούσε να τεκμηριωθεί. Η χρήση τους λοιπόν δεν αποτελούσε πειραματισμό
με ανθρώπινα υποκείμενα124. Η αντίθετη άποψη υποστήριζε ότι από μόνη της η
απουσία εναλλακτικών λύσεων δεν μπορούσε να μετατρέψει μια «υπό έρευνα»
ιατρική παρέμβαση σε θεραπευτική, καθώς οι κίνδυνοι και τα οφέλη ήταν εκ των
προτέρων άγνωστα, οπότε και οι στρατιώτες δεν είχαν υποχρέωση να την
αποδεχθούν χωρίς τη συγκατάθεσή τους. Εάν βέβαια τα φάρμακα αυτά ήταν
ασφαλή και αποτελεσματικά για τη σκοπούμενη εφαρμογή, τότε δεν θα υπήρχε
κανένας απολύτως λόγος το αρμόδιο υπουργείο να ζητήσει την εξαίρεσή τους
από τον κανόνα της συναίνεσης!126
Το ως άνω περιστατικό καταδεικνύει τον επιτρεπόμενο παραγκωνισμό
της απαιτούμενης συναίνεσης με βάση την αρχή της στρατιωτικής
αναγκαιότητας ή με άλλη διατύπωση «την με πειστικά επιχειρήματα
αναγκαιότητα παράκαμψής της», στο βαθμό όμως που οι κίνδυνοι από την
έκθεση στα παραπάνω (απαγορευμένα κατά το ΔΕΣ) όπλα είναι σημαντικά
μεγαλύτεροι σε σχέση με τους ιατρικούς κινδύνους από τον εμβολιασμό με τις
υπό δοκιμή ουσίες (αναλογικότητα). Το ζήτημα περιπλέκεται, καθώς η
125
Η Βρωμιούχος Πυριδοστιγμίνη είχε ένα εξαιρετικά ασφαλές προφίλ, καθώς είχε εγκριθεί η χρήση της
για τη θεραπεία της μυασθένειας gravis (χρόνια αυτοάνοση πάθηση που χαρακτηρίζεται από πολλαπλών
βαθμών αδυναμία των σκελετικών μυών του σώματος).
126
Ό.π. Boyce R., Waiver of Consent: The Use of Pyridostigmine Bromide during the Persian Gulf War,
σ. 10-11.
54
προϋπόθεση αυτή δεν μπορούσε εκ των προτέρων και κατά τη λήψη της
απόφασης απόλυτα να προβλεφθεί. Καταλήγει μάλιστα στο ερώτημα σε ποιο
βαθμό επιτρέπεται να τεθεί σε διακινδύνευση η ζωή των στρατιωτών, είτε με το
να εμβολιάζονται με αμφίβολης ασφάλειας εμβόλια (ιατρικός κίνδυνος) είτε με το
να στέλνονται στη μάχη με άγνωστες πιθανότητες επιβίωσης, με απώτερο
σκοπό την επιτυχία μιας αναγκαίας στρατιωτικής αποστολής (στρατιωτικός
κίνδυνος). Από τη στιγμή μάλιστα που θεωρηθεί ηθικά αποδεκτή η δυνατότητα
μιας στρατιωτικής ηγεσίας να «θυσιάσει» ένα μέρος των δυνάμεών της
(ουσιαστικά ανθρώπινες ζωές), προκειμένου να καταλάβει μια στρατηγικής για
την έκβαση του πολέμου σημασίας περιοχή, θα μπορούσε κανείς να διερωτηθεί
γιατί να είναι ηθικά μεμπτό η ίδια ηγεσία να επιβάλει έναν υποχρεωτικό
εμβολιασμό με «υπό έρευνα» εμβόλια. Άλλωστε, αυτός άμεσα μπορεί να
διασώσει πολλές ανθρώπινες ζωές, ενώ τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα
στην υγεία ορισμένων στρατιωτών θα εξακολουθούν να πιθανολογούνται. Για
την απάντηση στο ερώτημα αυτό κρίνεται σκόπιμη η προηγούμενη εξέταση των
περιπτώσεων στρατιωτικής φύσης, όπου θεωρείται αναγκαία η συγκατάθεση
του στρατιώτη πριν από μια στρατιωτική αποστολή. Μια τέτοια περίπτωση
αποτελούν οι ηρωικές πράξεις κατά την εκτέλεση του καθήκοντος, για τις οποίες
απονέμονται μετάλια από την πολιτεία. Το χαρακτηριστικό αυτών των πράξεων
είναι ο ακραίος κίνδυνος που συχνά φθάνει έως την αυτοθυσία. Σε ανάλογη
κατάσταση κινδύνου όμως, μπορεί να βρεθεί κατά τις εχθροπραξίες μια
ολόκληρη μονάδα ή και όλο το στράτευμα. Η διαφορά μεταξύ της τελευταίας
αυτής περίπτωσης και μιας ηρωικής πράξης είναι ότι ο κίνδυνος στη δεύτερη
δεν διανέμεται ισότιμα ανάμεσα στους στρατιώτες. Επομένως, απαιτείται η
συγκατάθεση ενός στρατιώτη, όταν αντιμετωπίζει ακραίο και δυσανάλογο σε
σχέση με τους συναδέλφους του κίνδυνο. Εάν το σκεπτικό αυτό μεταφερθεί στο
ζήτημα που μας απασχολεί, τότε κάθε φορά που ένας «ασθενής» βρίσκεται
ενώπιον ανάλογων καταστάσεων θα πρέπει να ζητείται η συναίνεσή του 127.
Αναμφίβολα, οποιουδήποτε είδους πειραματισμός σε άνθρωπο, εμφανής ή
συγκεκαλυμμένος, συγκεντρώνει τις παραπάνω προϋποθέσεις και θα πρέπει να
είναι το έσχατο μέτρο για την επίτευξη μιας σημαντικής στρατιωτικής
αποστολής, πάντοτε με τη συναίνεση του ενημερωμένου ασθενή. Παρατηρούμε
127
Βλ. Αναλυτικά για την αναλογία αυτή ό.π. Gross M., Bioethics and Armed Conflict: Moral Dilemmas
of Medicine and War, σ. 108-116.
55
λοιπόν πόσο εντελώς διαφορετικά πλαίσια θέτουν οι ένοπλες συγκρούσεις στην
προστασία του δικαιώματος του ασθενή για συναίνεση μετά από ενημέρωση,
καθώς οι ιατροί αναγκάζονται να «πειραματιστούν» με νέες θεραπείες για τη
φροντίδα τραυμάτων από νέου τύπου, πιο εξελιγμένα «όπλα», ενώ ταυτόχρονα
είναι ορισμένες φορές ανέφικτη η απόκτηση της συναίνεσης σε συνθήκες
μάχης.
128
Βλ. άρθρο 13 παρ. 1 ΚΙΔ για την υποχρέωση εχεμύθειας.
129
Βλ. άρθρο 13 παρ. 3 ΚΙΔ για τις περιπτώσεις άρσης του ιατρικού απορρήτου στο ελληνικό δίκαιο.
56
αντίληψη των ιατρών, ακόμη και χωρίς τη συγκατάθεση των θυμάτων. Ενώ,
όμως, η παραβίαση της παραπάνω υποχρέωσης θεωρείται αντίθετη με την
ιατρική ηθική, πρωταρχική υποχρέωση των ιατρών κατά τις ένοπλες
συγκρούσεις εξακολουθεί να παραμένει η διατήρηση της υγείας και της ζωής
των ασθενών τους. Το γεγονός αυτό οδηγεί σε δεύτερη μοίρα τη διαφύλαξη της
υποχρέωσης εχεμύθειας, ως υποχρέωσης που πηγάζει από τον σεβασμό της
αυτονομίας του ασθενή, όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε παραπάνω και στην
περίπτωση της συναίνεσης130. Επίσης, στο άρθρο 16 παρ. 3 του ΣΠ ’77 I
αναφέρεται ότι «Κανένα άτομο που απασχολείται σε ιατρικές δραστηριότητες
δεν μπορεί να υποχρεωθεί να δώσει σε οποιονδήποτε που ανήκει, ή σε
αντίπαλο μέρος, ή σε ίδιον μέρος, παρά μόνο όπως απαιτείται από τη
νομοθεσία του τελευταίου, οποιεσδήποτε πληροφορίες αναφορικά με τους
τραυματίες και ασθενείς που είναι, ή που υπήρξαν υπό τη φροντίδα του, εάν
αυτές κατά τη γνώμη του θα μπορούσαν να αποβούν επιβλαβείς για τους εν
λόγω ασθενείς ή τις οικογένειές τους. Πάντως τηρούνται οι κανονισμοί για την
υποχρεωτική γνωστοποίηση μεταδοτικών ασθενειών» 131. Το γεγονός βέβαια ότι
δεν μπορεί κάποιος να υποχρεωθεί δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι δεν έχει
υποχρέωση (ηθική ή νομική) να το πράξει. Κατανοώντας ότι η υποχρέωση
εχεμύθειας μπορεί να συγκρουσθεί με την αρχή της στρατιωτικής αναγκαιότητας
το ΣΠ ’77 I καλεί το ιατρικό προσωπικό να προβεί σε μια ανεξάρτητη κρίση για
το ζήτημα, καθώς ζυγίζει τις αντίρροπες υποχρεώσεις, χωρίς όμως να παρέχει
μια ασφαλή λύση για το ζήτημα132. Σε καιρό πολέμου μπορεί να απαιτηθεί το
ιατρικό προσωπικό να αποκαλύψει σημαντικές για την πολεμική προσπάθεια
πληροφορίες ή να επαναπέμψει τους ασθενείς του στις στρατιωτικές αρχές,
ώστε να μην επιστρέψουν στην ενεργό δράση. Για παράδειγμα, πολύ συχνά
αντάρτες βρίσκονται κάτω από ιατρική φροντίδα, δίχως κάποιος να αντιληφθεί
ότι είναι στρατιώτες του εχθρού, οπότε το ιατρικό προσωπικό θα πρέπει να
εκτιμήσει την πιθανότητα βλάβης του ασθενή του ή των τρίτων, προκειμένου να
130
Βλ. ό.π. World Medical Association, Regulations in Times of Armed Conflict and Other Situations of
Violence: «The privacy of the sick, wounded, … must always be respected», «As an exception to
professional confidentiality…, denounce acts of torture, cruel, inhuman or degrading treatment of which
physicians are aware» και «The primary task of the medical profession is to preserve health and save
life».
131
Βλ. και το αγγλικό κείμενο: «No person engaged in medical activities shall be compelled to give to
anyone…any information concerning the wounded and sick who are, or who have been, under his care, if
such information would, in his opinion, prove harmful to the patients concerned or to their families.
Regulations for the compulsory notification of communicable diseases shall, however, be respected.».
132
Βλ. ό.π. Gross M., Bioethics and Armed Conflict: Moral Dilemmas of Medicine and War, σ. 116-120.
57
αποκαλύψει ή όχι την παρουσία του. Διατηρεί τότε ο ιατρός την ελευθερία να
τον καταδώσει, εάν θεωρήσει ότι μπορεί να προβεί σε δραστηριότητες
επικίνδυνες για τη ζωή άλλων ανθρώπων, όπως ακριβώς και στην ειρήνη στην
προσπάθειά του να αποτρέψει τις εγκληματικές πράξεις ενός ατόμου. Η
αναλογία αυτή με την ειρηνική περίοδο δεν είναι πάντοτε αρκετά ικανοποιητική,
διότι οι στρατιώτες του έχθρου δεν είναι εγκληματίες, εκτός εάν προβαίνουν σε
σοβαρές παραβιάσεις του ΔΕΣ ή διαπράττουν εγκλήματα πολέμου. Πολύ
περισσότερο μάλιστα οι αιχμάλωτοι πολέμου και οι τραυματίες του εχθρού, που
είναι αθώοι και δεν αποτελούν πλέον πραγματική απειλή. Από την άλλη είναι
εξαιρετικά δύσκολο να εκτιμήσει κανείς το μέγεθος της απειλής που μπορεί να
αποτελέσει ένας ασθενής. Μπορεί με ασφάλεια να ειπωθεί πως δεν αποτελεί
κίνδυνο για κανένα μόνο στις περιπτώσεις που είναι σοβαρά τραυματίας ή έχει
χάσει τελείως τις αισθήσεις του. Μέσα στο πλαίσιο αυτό λοιπόν θα γίνει η
σκιαγράφιση των περιορισμών της υποχρέωσης εχεμύθειας στις κατηγορίες
που μας απασχολούν: μάχιμοι (εχθροί-φίλοι) και μη μάχιμοι.
2/ Μάχιμοι-μη μάχιμοι
58
αποτελεί το κατά πόσο βλάπτεται το συλλογικό καλό. Κι αν αυτό είναι προφανές
στην περίπτωση του εχθρού, ώστε να είναι δυνατή η παραβίαση της ως άνω
υποχρέωσης, σπανιότερα συμβαίνει όταν προσπαθεί κανείς να διαφυλάξει το
απόρρητο στη ιατρική φροντίδα των δικών του δυνάμεων. Ωστόσο, ένας ιατρός
μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπος με τέτοιου είδους διλήμματα, όπου ενδεχομένως
να απαιτηθεί να παραβιάσει την υποχρέωση εχεμύθειας προς τον ασθενή
του135. Ως παράδειγμα μπορεί να αναφερθεί η περίπτωση που ο ασθενής του
είναι ένας πιλότος αεροσκάφους. Η βλάβη που μπορεί να προκαλέσει σε
άλλους ένας ψυχολογικά ασταθής ή διαταραγμένος πιλότος είναι
ανεπανόρθωτη. Επομένως, είναι προφανές ότι η αρχή της στρατιωτικής
αναγκαιότητας θα πρέπει εδώ να επικρατήσει και να παρακαμφθεί η
υποχρέωση εχεμύθειας, διότι τίθενται σε κίνδυνο οι ζωές ενός μεγάλου αριθμού
στρατιωτών. Για τον λόγο αυτό μάλιστα έχουν καθιερωθεί αυστηρές
κατευθυντήριες οδηγίες προς τους ιατρούς, που τους επιτρέπουν να θέτουν
εκτός ενεργού δράσης τους πιλότους για λιγότερο σημαντικά προβλήματα
υγείας, τις οποίες γνωρίζουν και οι πιλότοι. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην
περίπτωση ενός διοικητή μιας επιχειρησιακά αξιόμαχης μονάδας, που έχει
αναλάβει μια κρίσιμη αποστολή, ο οποίος είναι συναισθηματικά ασταθής ή
αλκοολικός ή υπό την επήρρεια ψυχοτρόπων ουσιών και το εκμυστηρεύεται
μόνο στον ιατρό της μονάδας του. Και στην περίπτωση αυτή η αδυναμία του
διοικητή να λάβει τις ορθές αποφάσεις και γενικότερα να φέρει σε πέρας την
αποστολή του, λόγω της ιατρικής του κατάστασης, μπορεί να επηρεάσει τις
τύχες πολλών στρατιωτών ή και την έκβαση του πολέμου. Εδώ λοιπόν ο ιατρός,
καλούμενος να υπηρετήσει το εθνικό συμφέρον, θα πρέπει να αναφέρει την
ανικανότητα αυτή του διοικητή. Κάτι αντίστοιχο δεν θα έκανε ίσως ποτέ σε ένα
ανάλογο σκηνικό σε περίοδο ειρήνης, όπως για παράδειγμα εάν ήταν
υπεύθυνος για την ιατρική φροντίδα ενός υπουργού ή ενός διοικητή δημόσιου
οργανισμού ή του διευθυντή μιας μεγάλης ιδιωτικής επιχείρησης. Από τα
προηγούμενα παραδείγματα γίνεται σαφές το γεγονός ότι οι ιατροί έχουν τη
δυνατότητα και ενίοτε οφείλουν να παρακάμτουν την υποχρέωσή τους αυτή,
όταν η ιατρική κατάσταση των ασθενών τους (φίλιων) έχει άμεση σχέση με την
εκπλήρωση της αποστολής τους. Γενικά πάντως, δύσκολα μπορεί κανείς να
135
Βλ. χαρακτηριστικά περαδείγματα ό.π. Howe E., Mixed Agency in Military Medicine: Ethical Roles in
Conflict, σ. 343-355.
59
ισχυριστεί ότι η μη συμμόρφωση με την υποχρέωση εχεμύθειας επηρεάζει και
την ποιότητα της ιατρικής φροντίδας, η οποία για τις φίλιες δυνάμεις είναι
συνήθως προσανατολισμένη σε πιο πατερναλιστικά πρότυπα, καθώς δεν
υπάρχουν εναλλακτικές επιλογές για τον μάχιμο, όπως αναφέρθηκε και
νωρίτερα. Από την άλλη όμως, σοβαρές παραβιάσεις της θα πρέπει να
αποφεύγονται με τη σκέψη ότι μπορεί να υπονομεύσουν την εσωτερική
εμπιστοσύνη στις τάξεις ενός στρατεύματος.
Από όσα αναφέρθηκαν παραπάνω προκύπτει ότι οι μάχιμοι του εχθρού,
που εξακολουθούν να αποτελούν απειλή και για όσο διάστημα θέτουν
κινδύνους σε τρίτους, δεν μπορούν να διεκδικήσουν την τήρηση του ιατρικού
τους απορρήτου. Ένα ενδιαφέρον τώρα ερώτημα που ανακύπτει είναι εάν οι
αιχμάλωτοι ή οι τραυματίες του εχθρού απολαμβάνουν περισσότερο το
δικαίωμα που εξετάζουμε σε σχέση με τους φίλιους μάχιμους 136. Οι πρώτοι, ως
μη μάχιμοι πλέον, είναι «κανονικοί» ασθενείς και από τη στιγμή που δεν
απειλούν, φανερά τουλάχιστον, υπόκεινται σε λιγότερους περιορισμούς σε
σχέση με τους τελευταίους. Αλλά και οι εγγενείς ιδιαιτερότητες και δυσκολίες
των ενόπλων συγκρούσεων, όπως οι ελλείψεις σε ιατρικό προσωπικό και
προμήθειες, δεν φαίνεται να επηρεάζουν την τήρηση της υποχρέωσης
εχεμύθειας ως προς αυτούς και γενικότερα προς τους λοιπούς αμάχους, καθώς
αυτό που πρωτίστως κινδυνεύει είναι η ποιότητα της παρεχόμενης ιατρικής
περίθαλψης. Η μόνη περίπτωση μη διαφύλαξης του ιατρικού τους απορρήτου
είναι, όπως προαναφέρθηκε, η καταγγελία βασανιστηρίων ή άλλης
εξευτελιστικής συμπεριφοράς σε βάρος τους. Από τη στιγμή, όμως, που οι
τραυματίες του εχθρού αποκατασταθούν πλήρως στην υγεία τους και μέχρι τον
επαναπατρισμό τους, ενδεχομένως να αποτελέσουν με διάφορους τρόπους
απειλή για τα φίλια τμήματα. Ακριβώς στο σημείο αυτό έγκειται και η δυσκολία
για το ιατρικό προσωπικό. Θα ταχθεί τότε ο ιατρός στο πλευρό του ασθενή του
ή στο πλευρό της δύναμης με την οποία από κοινού μάχεται; Κατά την
προσωπική μου άποψη, μόνο σε περιπτώσεις απειλούμενων βασανιστηρίων ή
οποιασδήποτε άλλης μορφής κακομεταχείρισης το στρατιωτικό ιατρικό
προσωπικό θα πρέπει να απέχει από την υποχρέωσή του να αποκαλύψει τις
136
Βλ. μια απάντηση στο ερώτημα αυτό ό.π. Gross M., Bioethics and Armed Conflict: Moral Dilemmas
of Medicine and War, σ. 123-125. Bioethics and Armed Conflict: Mapping the Moral Dimensions of
Medicine and War, σ. 17.
60
εχθρικές προθέσεις των ασθενών που μέχρι τότε φρόντιζε. Κάτι τέτοιο
προκύπτει από το γράμμα και το πνεύμα της παραπάνω σχετικής με το θέμα
διάταξης του ΔΕΣ. Συμπερασματικά, μπορεί να ειπωθεί ότι το ιατρικό
προσωπικό που προβληματίζεται να παραβεί την υποχρέωση εχεμύθειας
έναντι των ασθενών του κατά τις ένοπλες συγκρούσεις βρίσκεται σε μια εντελώς
διαφορετική θέση σε σχέση με τους συναδέλφους του στην ειρήνη, καθώς σε
ορισμένες περιπτώσεις θα κληθεί να αποδείξει για ποιο λόγο δεν παραβίασε
την εν λόγω υποχρέωση και προστάτεψε τους ασθενείς του δίνοντας επαρκή
αιτιολογία για τους φόβους του σχετικά με τυχόν κακοποίηση δική τους ή των
συγγενών τους.
γ. Ιατρικό προσωπικό
61
οποίες μπορεί να είναι δύσκολο υπό ορισμένες συνθήκες να εκπληρώσει, οπότε
θα «πρέπει» να το πραγματοποιήσει, «εφόσον είναι δυνατόν» 137.
Στην πρώτη κατηγορία137 ανήκουν οι ευθύνες της μη εγκατάλειψης και
αποτελεσματικής και αμερόληπτης περίθαλψης των ασθενών και τραυματιών,
βασισμένης αποκλειστικά στις ιατρικές τους ανάγκες, χωρίς οποιαδήποτε
δυσμενή σε βάρος τους διάκριση και πρόθεση εκμετάλλευσης της αδύναμης
θέσης τους για ίδιο όφελος με ταυτόχρονη υπενθύμιση στις αρμόδιες αρχές της
υποχρέωσης για τη συνεχή αναζήτηση και περισυλλογή των τραυματιών. Στον
σκληρό αυτό πυρήνα υποχρεώσεων εντάσσονται ο σεβασμός των επιθυμιών
και της αξιοπρέπειας των ασθενών, που απαγορεύει τον ιατρικό πειραματισμό
και οποιαδήποτε πράξη απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης. Επίσης,
πρέπει να δίνεται προτεραιότητα στις ανάγκες των ευπαθών ομάδων, όπως
παιδιά, γυναίκες και ηλικιωμένοι και να γίνεται σεβαστό το δικαίωμα της
οικογένειας να γνωρίζει την τύχη των αγνοούμενων μελών της. Για τη
διατήρηση της ασυλίας του το ιατρικό προσωπικό δεν θα πρέπει να λαμβάνει
μέρος σε εχθροπραξίες, ενώ αντίθετα είναι υποχρεωμένο να λαμβάνει όλα τα
αναγκαία μέτρα προστασίας των ασθενών και τραυματιών από τυχόν επιθέσεις
και αντίποινα ενθαρρύνοντας παράλληλα τις αρμόδιες αρχές να αναγνωρίζουν
και να ανταποκρίνονται στις από το διεθνές δίκαιο υποχρεώσεις τους. Τέλος,
έχει την υποχρέωση να μην συμμορφώνεται σε εντολές παράνομες ή εντολές
που το οδηγούν σε πρακτικές αντίθετες με την ιατρική ηθική.
Στη δεύτερη κατηγορία137 υποχρεώσεων ανήκει η συνεχής προσπάθεια
βελτίωσης των κατάλληλων για κάθε κατάσταση προτύπων ιατρικής φροντίδας
και μετριασμού των συνεπειών της σύγκρουσης, όπως για παράδειγμα με την
αντιμετώπιση τυχόν παραβιάσεων του ανθρωπιστικού δικαίου. Επιπλέον, θα
πρέπει ο ιατρός να είναι διαρκώς αναγνωρίσιμος ως πάροχος υγειονομικής
περίθαλψης και να ενημερώνει άμεσα τις αρμόδιες αρχές για οποιοδήποτε
κίνδυνο για την ασφάλεια των προσώπων που φροντίζει. Μια ακόμη ευθύνη του
ιατρικού προσωπικού έγκειται στην αναφορά το συντομότερο δυνατό στους
διοικητικά ανώτερους όλων των καταστάσεων, όπου δεν καλύπτονται επαρκώς
οι ιατρικές ανάγκες, συχνά μάλιστα με την υποχρέωση αναφοράς και των τυχόν
αντιδεοντολογικών συμπεριφορών των συναδέλφων του. Τέλος, εδώ
137
Βλ. ό.π. World Medical Association, Regulations in Times of Armed Conflict and Other Situations of
Violence (2012), Coupland R., Breitegger A., Health Care in Danger. The responsibilities of health-care
personnel working in armed conflicts and other emergencies, σ. 26-28
62
εντάσσεται η υποχρέωση τήρησης κατάλληλων ιατρικών αρχείων για τα
πρόσωπα που περιθάλπτει, καθώς και η επιτυχής αντιμετώπιση καταστάσεων
σύγκρουσης καθηκόντων, για την οποία πρέπει να ζητείται κατά το δυνατόν και
η άποψη των συναδέλφων του.
Τα δικαιώματα138 του ιατρικού προσωπικού στις ένοπλες συγκρούσεις
πηγάζουν από τους ίδιους κανόνες που προβλέπουν και τις υποχρεώσεις του.
Αρχικά, κατ’ αντιστοιχία με τους ασθενείς και τραυματίες έχουν δικαίωμα
σεβασμού και προστασίας από τους εμπολέμους. Αυτή ακριβώς η ασυλία που
απολαμβάνει είναι καθοριστικής σημασίας για την παροχή από μέρους του της
απαραίτητης ιατρικής φροντίδας και θα αναφερθεί διεξοδικά παρακάτω. Εκτός
από την ασυλία, έχει τη δυνατότητα να απαιτεί από τις αρχές τη διαρκή
συμβολή τους με όλα τα διαθέσιμα μέσα στην εκτέλεση της αποστολής του και
την παροχή αδιάλειπτης και ακώλυτης πρόσβασης σε ασθενείς και τραυματίες.
Επιπρόσθετα, δεν μπορεί να υποχρεωθεί να ενεργεί κατά τρόπο παράνομο ή
αντίθετο στην ιατρική δεοντολογία, να δώσει πληροφορίες για τους ασθενείς
του, εκτός από τις περιπτώσεις που επιτρέπει το εθνικό δίκαιο και της
κοινοποίησης μολυσματικών ασθενειών, καθώς και να τιμωρηθεί στην
περίπτωση που άσκησε τα καθήκοντά του σύμφωνα με τα αποδεκτά ιατρικά
πρότυπα. Τέλος, στην περίπτωση που κρατηθεί 139 ως αιχμάλωτος έχει το
δικαίωμα να συνεχίσει χωρίς εμπόδια το έργο της φροντίδας ασθενών και
τραυματιών, κατά προτίμηση της δικής του εθνικότητας. Για τον σκοπό αυτό θα
πρέπει να του διατίθενται τα αναγκαία μέσα, εγκαταστάσεις και εφόδια.
Απαγορεύεται μάλιστα οποιαδήποτε ενασχόληση πλην των ιατρικών
καθηκόντων, τα οποία δεν θα πρέπει να ερμηνεύονται στενά, ώστε να
περιλαμβάνουν για παράδειγμα ακόμη και τη διοίκηση μιας υγειονομικής
μονάδας. Η κράτησή του καθορίζεται κυρίως από τον αριθμό και την ιατρική
κατάσταση των αιχμαλώτων που φροντίζει, και σε περίπτωση που οι ιατρικές
τους ανάγκες καλυφθούν σε ικανοποιητικό βαθμό, πρέπει να εξετάζεται ο
άμεσος επαναπατρισμός του. Είναι βέβαια σαφές ότι δεν μπορεί να υπάρξει
απόλυτη ελευθερία κινήσεων και υπόκειται στους κανονισμούς της κρατούσας
δύναμης. Η εξουσία της όμως σταματά, όταν ανακύπτουν ζητήματα ιατρικής
δεοντολογίας. Έτσι λοιπόν δεν μπορεί το αιχμάλωτο ιατρικό προσωπικό να
138
Βλ. ό.π. Coupland R., Breitegger A., Health Care in Danger. The responsibilities of health-care
personnel working in armed conflicts and other emergencies, σ. 46-47.
139
Βλ. ό.π. Vollmar L., Military Medicine in War: The Geneva Conventions Today, σ. 746.
63
παρεμποδιστεί στην περίθαλψη των ασθενών του, αλλά ούτε και να
υποχρεωθεί να εφαρμόσει μια επιζήμια για την υγεία τους θεραπεία. Γενικά, αν
και δεν διατηρεί νομικά το status του αιχμαλώτου πολέμου, απολαμβάνει όλα τα
δικαιώματα και προνόμια του status αυτού140.
2) Ιατρική ουδετερότητα
α) Έννοια
140
Βλ. αναλυτικά τη ΣΓ ’49 IΙΙ (περί μεταχείρισης αιχμαλώτων πολέμου).
141
Βλ. ό.π. Μαρούδα Ν., Το Ανθρωπιστικό Δίκαιο των Ενόπλων Συρράξεων Μαρούδα, σ. 35 για τις
προϋποθέσεις χαρακτηρισμού κάποιου ως μάχιμου (έννοια της «άμεσης» συμμετοχής στις
εχθροπραξίες).
142
Βλ. άρθρα 19-31 ΣΓ ’49 Ι και ΙΙ.
143
Βλ. ό.π. Vollmar L., Military Medicine in War: The Geneva Conventions Today, σ. 741-751.
64
αποτελούν νόμιμο στρατιωτικό στόχο ή οι υγειονομικές μονάδες, όπου
εκπληρώνει την αποστολή του, μπορεί να έχουν παραταχθεί αρκετά κοντά στις
προηγούμενες, με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο παραπάνω κίνδυνος. Κατά
συνέπεια, το δικαίωμα σεβασμού και προστασίας δεν το προασπίζει από
ακούσια βλάβη σε τέτοιες καταστάσεις, οπότε πλήττεται κι αυτό με τη σειρά του
από τη θεωρία του διπλού αποτελέσματος. Αποτελεί, ωστόσο, ευθύνη των
στρατιωτικών αρχών να τοποθετούν τις ιατρικές μονάδες κατά τέτοιο τρόπο,
ώστε οι επιθέσεις εναντίον στρατιωτικών στόχων να μην εκθέτουν σε κινδύνους
την ασφάλειά τους. Η ανάπτυξή τους βέβαια δίπλα στους στόχους αυτούς θα
είναι ορισμένες φορές αναπόφευκτη, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να
τοποθετηθούν έτσι ώστε να προστατεύουν σκόπιμα έναν τέτοιο στόχο, με την
ελπίδα ότι ο εχθρός δεν θα τον πλήξει για ανθρωπιστικούς λόγους. Κάτι τέτοιο
είναι εντελώς αντίθετο με το πνεύμα των Συνθηκών της Γενεύης. Ανάλογη
προστασία προβλέπεται και για τις υγειονομικές μεταφορές, χερσαίες,
θαλάσσιες και αεροπορικές, εφόσον χρησιμοποιούνται για ανθρωπιστικούς
σκοπούς143. Για παράδειγμα, η μεταφορά ενόπλων στρατιωτών μαζί με
τραυματίες με μια φάλαγγα στρατιωτικών οχημάτων λειτουργεί σε βάρος των
τελευταίων, καθώς αυτοί χάνουν την ασυλία τους. Το ίδιο συμβαίνει με τα
υγειονομικά αεροσκάφη και τα νοσοκομειακά πλοία, τα οποία για τη διατήρηση
της προστασίας τους είναι υποχρεωμένα να δέχονται τον έλεγχο του εχθρού για
τυχόν μη συμμόρφωσή τους με το ΔΕΣ143. Με εξαίρεση λοιπόν τους παραπάνω
περιορισμούς το ιατρικό προσωπικό απολαμβάνει γενικά ασυλία, καθώς τίθεται
στην υπηρεσία ενός ανώτερου σκοπού. Από την άλλη δεν μπορεί να
παραβλέψει κανείς την εξαιρετικά σημαντική συνεισφορά του στην πολεμική
προσπάθεια ενός κράτους, διότι επιστρέφει στην ενεργό δράση το μαχόμενο
στρατιωτικό προσωπικό. Εάν μάλιστα κατά τη διανομή των υπηρεσιών υγείας
τεθούν κριτήρια πέραν της ιατρικής αναγκαιότητας και καταστεί επιτρεπτή η
κατά προτεραιότητα φροντίδα των φίλιων δυνάμεων και αμάχων έναντι αυτών
του εχθρού, όπως συχνά δυστυχώς συμβαίνει, τότε εύλογα μπορεί να τεθεί το
ερώτημα εάν μπορεί αυτή η ουδετερότητα να εφαρμοστεί απόλυτα στην πράξη.
β) Λειτουργία εμβλημάτων
65
Η προβλεπόμενη από το ΔΕΣ ασυλία των υγειονομικών μονάδων
(νοσοκομεία, κλινικές, σταθμοί πρώτων βοηθειών κ.ά.) και των μεταφορικών
μέσων (ασθενοφόρα, νοσοκομειακά πλοία και αεροσκάφη) συνδέεται, όπως
αναφέρθηκε, προς τους σκοπούς της έρευνας, συλλογής, εκκένωσης,
μεταφοράς, διάγνωσης, θεραπείας και φροντίδας τραυματιών, ασθενών και
ναυαγών, καθώς και της πρόληψης νέων ασθενειών και επιδημιών. Είναι
ενδιαφέρον ότι έως το 1949 η αρχική ιδέα που διαμορφώθηκε από τον Ερρίκο
Ντυνάν αφορούσε την προστασία μόνο του υγειονομικού προσωπικού, που
ανήκε στην υγειονομική υπηρεσία των ενόπλων δυνάμεων, ενώ μετά το Β’
Παγκόσμιο Πόλεμο δημιουργήθηκε η ανάγκη προστασίας και του πολιτικού
υγειονομικού προσωπικού, μέσων και εγκαταστάσεων. Για την αποτελεσματική
αυτή προστασία των υγειονομικών εγκαταστάσεων, των μεταφορικών μέσων
και του προσωπικού πρέπει όλα αυτά να σηματοδοτούνται με τα διακριτικά
εμβλήματα του Ερυθρού Σταυρού ή της Ερυθράς Ημισελήνου ή του Ερυθρού
Κρυστάλλου, τα οποία δεν συνδέονται με οποιαδήποτε θρησκευτική, πολιτιστική
ή πολιτική συνεκδοχή. Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμη μια σύντομη αναφορά
στον ρόλο που αυτά επιτελούν143. Τα εμβλήματα αυτά επιτρέπεται να φέρονται
από τις υγειονομικές υπηρεσίες των ενόπλων δυνάμεων, το (μη μάχιμο)
πολιτικό υγειονομικό προσωπικό και το προσωπικό των εθνικών συλλόγων του
Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού. Ο κύριος σκοπός τους είναι να προστατεύουν
αυτούς που τα προστατεύουν. Για τον σκοπό αυτό πρέπει το διακριτικό σήμα να
είναι μεγάλο σε μέγεθος σε σχέση με το πρόσωπο ή αντικείμενο που
προστατεύει, ώστε να γίνεται εύκολα αντιληπτό από τον εχθρό. Για τον λόγο
αυτό οι εμπόλεμοι καταβάλλουν προσπάθειες να εξασφαλίσουν την
αναγνώριση αυτή, αν και δεν έχουν τέτοια υποχρέωση από το ΔΕΣ. Μπορεί για
παράδειγμα ένας διοικητής να καμουφλάρει την υγειονομική του μονάδα για να
εξαπατήσει τον αντίπαλο για τη θέση των δυνάμεών του. Ο εχθρός, όμως,
πρέπει να σεβαστεί τη μονάδα αυτή, μόλις αντιληφθεί τον ρόλο της, ανεξάρτητα
εάν υπάρχει ή όχι το σχετικό έμβλημα. Οι σύγχρονες εχθροπραξίες έχουν
καταστήσει ανεπαρκή τα οπτικά αναγνωριστικά μέσα, οπότε το ΣΠ ’77 Ι
εισήγαγε τη χρήση φωτεινών και ραδιοφωνικών σημάτων και τη χρήση ραντάρ.
Η δεύτερη χρήση του εμβλήματος είναι καθαρά ως αναγνωριστικό σημάδι για
να καταδείξει ότι το πρόσωπο ή το αντικείμενο που έχει σηματοδοτηθεί με αυτό
είναι συνδεδεμένο με κάποιο εθνικό σύλλογο Ερυθρού Σταυρού χωρίς αυτό να
66
συνεπάγεται και την ανάλογη από το ΔΕΣ προστασία. Στην περίπτωση αυτή το
έμβλημα πρέπει να είναι σχετικά μικρό σε μέγεθος και να υπάρχει κάποια
πληροφορία για το όνομα του οργανισμού, ώστε να μην δημιουργείται σύγχυση.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο εθνικός Ερυθρός Σταυρός αναλαμβάνει μη
υγειονομικές δράσεις, όπως αποστολή δεμάτων στο μέτωπο, αναψυχή των
στρατευμάτων και στήριξη των οικογενειών τους. Η μοναδική περίπτωση που
μπορεί να χρησιμοποιήσει το έμβλημα με την προστατευτική του λειτουργία
είναι όταν προσφέρει υγειονομική υποστήριξη στη στρατιωτική υγειονομική
υπηρεσία και βρίσκεται υπό την εποπτεία της. Η καταχρηστική χρήση των
παραπάνω εμβλημάτων ξεκίνησε ήδη από την υιοθέτησή τους και μπορεί να
γίνει με τρεις τρόπους144: α) με την απομίμησή τους, με τη χρήση δηλαδή ενός
σήματος που μπορεί, λόγω του σχήματος ή του χρώματος, να προκαλέσει
σύγχυση, β) με τη μη κατάλληλη χρήση τους, τη χρήση τους δηλαδή κατά
τρόπο αντίθετο στους κανόνες του ΔΕΣ, από μη εξουσιοδοτημένα άτομα ή
φορείς, και γ) με σκοπό την εξαπάτηση του εχθρού, με τη χρήση τους δηλαδή
υποκριτικά ως προστατευτικά μέσα για την προδοσία της εμπιστοσύνης του
αντιπάλου. Ο τελευταίος τρόπος αποτελεί και τον πιο αξιόμεμπτο, διότι μπορεί
να οδηγήσει άμεσα στην απώλεια του καθεστώτος προστασίας του ιατρικού
προωπικού. Η πιο τραγική συνέπεια αυτών των καταχρήσεων είναι ότι
προκαλούν την υποψία του εχθρού για όλες τις χρήσεις των εμβλημάτων σε
βάρος των πραγματικών θυμάτων των συγκρούσεων.
γ) Ασυλία ή αμεροληψία;
144
Βλ. ό.π. Coupland R., Breitegger A., Health Care in Danger. The responsibilities of health-care
personnel working in armed conflicts and other emergencies, σ.50-53.
145
Βλ. ό.π. World Medical Association, Regulations in Times of Armed Conflict and Other Situations of
Violence (2012).
67
κοινωνική κατάσταση ή οποιοδήποτε άλλο κριτήριο. Στη συνέχεια, τονίζεται η
πλευρά της ασυλίας, όπου γίνεται λόγος για την ελεύθερη πρόσβαση σε
ασθενείς και ιατρικές προμήθειες και εξοπλισμό και για την αναγκαία για την
ανεξάρτητη άσκηση της ιατρικής επαγγελματικής δραστηριότητας προστασία.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ΠΟΥ κάνει μια έκκληση στους εμπολέμους για
ασυλία του υγειονομικού προσωπικού με μια επιβεβαίωση της οφειλόμενης από
αυτό αμεροληψίας146.
δ) Παραβιάσεις ουδετερότητας
146
Βλ. ό.π. Gross M., Bioethics and Armed Conflict: Moral Dilemmas of Medicine and War, σ. 176.
147
Βλ. Benatar S., Medical Ethics in Times of War and Insurrection: Rights and Duties, The Journal of
Medical Humanities, Vol. 14, No. 3, 1993. Ό.π. Gross M., Bioethics and Armed Conflict: Moral
Dilemmas of Medicine and War, σ. 176-177.
68
αφενός η αυξημένη αυτή ασυλία εμφανώς περιορίζεται αφετέρου η έννοια της
ιατρικής ουδετερότητας κατευθύνεται τις περισσότερες φορές σε μια
«συμφέρουσα συμφωνία» ασυλίας για το υγειονομικό προσωπικό μεταξύ των
εμπολέμων παρά στην υποχρέωση αμερόληπτης στάσης απ’ αυτό148. Το
τελευταίο αυτό γεγονός προκύπτει εξ αντιδιαστολής από τη συχνή παραβίασή
της στην περίπτωση του ανταρτοπόλεμου, όπως θα δούμε παρακάτω στη
διαμάχη Ισραηλινών και Παλαιστινίων. Και πώς μπορεί βέβαια να είναι
αμερόληπτο και ανεξάρτητο, όταν μπορεί να απαιτηθεί να «καταδώσει» στις
αρχές τους ασθενείς του ή να διανείμει τις ιατρικές προμήθειες με ευνοϊκό προς
τις φίλιες δυνάμεις τρόπο και όταν πασχίζει να επιστρέψει στο πεδίο της μάχης
όσους στρατιώτες μπορεί περισσότερους; Άλλωστε, αυτός είναι και ο κύριος
σκοπός της παροχής υγείας από ένα στρατιωτικό οργανισμό σε καιρό πολέμου,
ένας απλός «υπολογισμός»! Αλλά και η ιστορική εμπειρία κατέδειξε ότι η ιατρική
ουδετερότητα ξεκίνησε ως μια «συμφωνία» των εμπολέμων για να
συμπεριλάβει πολύ αργότερα και την απαίτηση ιατρικής αμεροληψίας149.
Σε ένα συμβατικό πόλεμο οι εμπόλεμοι έχουν έναν πολύ καλό λόγο να
προστατεύουν («συμφωνία») ο ένας τις ιατρικές εγκαταστάσεις του άλλου,
καθώς τυχόν παραβιάσεις της προστασίας αυτής θα έχει σοβαρές αρνητικές
συνέπειες στην πολεμική τους προσπάθεια. Ωστόσο, αυτή η μορφή ένοπλης
σύγκρουσης, όπου δύο ή περισσότερες, συμμετρικά εξοπλισμένες,
στρατιωτικές δυνάμεις αντιπαρατίθενται σε ένα θέατρο επιχειρήσεων χωρίς την
παρουσία αμάχων, συναντάται πλέον σπάνια στις σύγχρονες διεθνείς σχέσεις
και έχει αντικατασταθεί με «χαμηλής έντασης συρράξεις» 150. Αυτού του είδους οι
συγκρούσεις, ενώ είναι εξίσου καταστροφικές με τις συμβατικές, παραβιάζουν
συστηματικά το ΔΕΣ περικλείοντας συχνά τρομοκρατικές ενέργειες και είναι
χαμηλής έντασης (περιορισμένες), διότι δεν απειλούν τη διεθνή κοινότητα.
Αυτές χαρακτηρίζονται από ασυμμετρία της διεθνούς κατάστασης και των
στρατιωτικών δυνατοτήτων και αοριστία στη διάκριση μαχόμενων και αμάχων.
Οι συγκρούσεις στο Βιετνάμ, την Αλγερία και το Ισραήλ είναι τρία παραδείγματα
των χαμηλής έντασης πολέμων (ανάλογες συγκρούσεις μπορεί να συναντήσει
148
Βλ. ό.π. Gross M., Bioethics and Armed Conflict: Moral Dilemmas of Medicine and War, σ. 178.
149
Βλ. αναλυτικά ιστορικά στοιχεία ό.π. Gross M., Bioethics and Armed Conflict: Moral Dilemmas of
Medicine and War, σ. 179-181.
150
Βλ. Katayama Y., Redefinition of the Concept of Low-Intensity Conflict, NIDS Security Reports, No.
3, 2002, σ. 56-72. Ό.π. Gross M., Bioethics and Armed Conflict: Moral Dilemmas of Medicine and War,
σ. 182-184.
69
κανείς σε κάθε γωνιά της γης), ανεξάρτητα της βιαιότητας που επικράτησε. Στις
συγκρούσεις αυτές οι «δυνατοί» δεν μπορούσαν να εκμεταλλευτούν την
υπεροπλία τους. Άλλοτε πολεμούσαν έναν εχθρό που δεν μπορούσαν να
διακρίνουν, ενώ άλλοτε ήταν αναγκασμένοι να περιπολούν σε
πυκνοκατοικημένες περιοχές για να αποκαλύψουν τους αντίπαλους
«τρομοκράτες». Το μεγαλύτερο πρόβλημα που εντοπίζεται εδώ είναι η
αποτελεσματική εφαρμογή της αρχής της διάκρισης μεταξύ μαχητών και
αμάχων, αρχή στην οποία στηρίζεται η πρακτική υλοποίηση από τους
εμπολέμους της προστασίας του ιατρικού προσωπικού. Η φυσική εγγύτητα
μεταξύ των δύο αυτών ομάδων κατά τις συγκρούσεις δυσκολεύει τη διάκρισή
τους, καθώς τα μέλη των ομάδων αυτών συχνά ζουν, εργάζονται και μάχονται ο
ένας ανάμεσα στον άλλο, γεγονός που δεν επιτρέπει στον «δυνατό» να πολεμά
τους αντίπαλους μαχητές χωρίς να βλάπτει αμάχους. Επίσης, είναι εξαιρετικά
δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς εάν κάποιος άμαχος βοηθά ενεργά τους αντάρτες
ή όχι, δεδομένου ότι η βοήθεια αυτή μπορεί να περιλαμβάνει από την παροχή
τροφής και στέγης μέχρι την προμήθεια όπλων. Αντίθετα με αυτό που συμβαίνει
σε συμβατικές συρράξεις, σε ένα μη συμβατικό πόλεμο (ανταρτοπόλεμο) η κάθε
πλευρά μπορεί να αποκτήσει ένα σοβαρό πλεονέκτημα με την παραβίαση της
ασυλίας προωθώντας η καθεμιά τις δικές της επιδιώξεις. Η πλευρά των
ανταρτών με κόστος την αδυναμία να περιθάλψει τους τραυματίες της, ενώ οι
τακτικές δυνάμεις με κόστος την παραβίαση τυχόν συμφωνιών και τη διεθνή
κατακραυγή151. Η ιατρική ουδετερότητα έχει παραβιαστεί κατάφωρα τα τελευταία
χρόνια σε περιοχές όπως τα παλαιστινιακά κατεχόμενα εδάφη, ο Λίβανος, το
Αφγανιστάν, το Ιράκ, όπου ασθενοφόρα εμποδίζονται κατά τη μεταφορά
τραυματιών, νοσοκομεία που χρηματοδοτούνται από θεωρούμενες από
κάποιους τρομοκρατικές οργανώσεις (Χεζμπολάχ, Ταλιμπάν, Τίγρεις Ταμίλ κ.ά.)
γίνονται αντικείμενο επίθεσης, ενώ νοσοκομειακά αεροσκάφη καταρρίπτονται.
Στις συγκρούσεις αυτές σπάνια επιτυγχάνονται συμφωνίες καθορισμού
νοσοκομειακών ζωνών, με αποτέλεσμα η προστασία τραυματιών και ασθενών,
καθώς και η πρόσβαση ανθρωπιστικών οργανώσεων να συνιστούν πλέον μια
από τις σοβαρότερες ανθρωπιστικές προκλήσεις.
Ειδικότερα, η διαμάχη μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης, που στις μέρες
μας έχει αναζωπυρωθεί, και ο πόλεμος των ΗΠΑ στο Βιετνάμ φωτίζουν δύο
151
Βλ. ό.π. Gross M., Bioethics and Armed Conflict: Moral Dilemmas of Medicine and War, σ. 184-187.
70
προβληματικά ζητήματα στην παροχή ιατρικής βοήθειας κατά τη διάρκεια
χαμηλής έντασης συρράξεων. Η πρώτη καταδεικνύει τη δυσκολία προστασίας
των υγειονομικών εγκαταστάσεων και του προσωπικού. Στην προσπάθεια να
αντιμετωπίσουν αντάρτες και «τρομοκράτες», που βρίσκουν καταφύγιο μεταξύ
αμάχων και χρησιμοποιούν τις ιατρικές εγκαταστάσεις ως εφαλτήριο για τις
επιθέσεις τους, οι Ισραηλινοί περικυκλώνουν τις παλαιστινιακές πόλεις και
περιορίζουν την ελευθερία μετακίνησης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο κι οι δύο πλευρές
εμποδίζουν την πρόσβαση σε ιατρική περίθαλψη υπονομεύοντας σοβαρά την
αρχή της ιατρικής ουδετερότητας, καθώς επιτίθενται σε ιατρικές εγκαταστάσεις
και προσωπικό. Είναι μάλιστα πάρα πολλές οι αναφορές ανθρωπιστικών
οργανώσεων και διαφόρων άλλων οργανισμών για την παρεμπόδιση της
πρόσβασης στις δομές υγείας στα «κατεχόμενα»152, η οποία στις περιπτώσεις
που δεν αποκλείεται εντελώς, καθίσταται τουλάχιστον επισφαλής. Είναι σχεδόν
καθημερινά φαινόμενα σε περιόδους έντασης ο αποκλεισμός νοσοκομείων, οι
επιθέσεις κατά ασθενοφόρων, οι δολοφονίες ιατρικού προσωπικού, ο θάνατος
τραυματιών στην προσπάθειά τους να φθάσουν στις ιατρικές εγκαταστάσεις και
η αδυναμία παροχής περίθαλψης σε ευαίσθητες ομάδες του πληθυσμού
εξαιτίας καθυστερήσεων σε οδοφράγματα και σημεία ελέγχου. Στις όποιες
εκκλήσεις των ανθρωπιστικών οργανώσεων προς το Ισραήλ για συμμόρφωση
με το ΔΕΣ, αυτό αντιτείνει τις παραβιάσεις της αντίπαλης πλευράς, η οποία
παγιδεύει με εκρηκτικά τραυματίες και χρησιμοποιεί ασθενοφόρα για τη
μεταφορά μαχητών και νοσοκομεία για να εξαπολύει επιθέσεις. Αναμφισβήτητα,
κι οι δύο πλευρές, ως μέρη μιας σύγκρουσης, είναι υποχρεωμένες να σέβονται
το καθεστώς προστασίας του ιατρικού προσωπικού. Κατά συνέπεια, ενώ οι
τυχόν παραβιάσεις της ιατρικής ουδετερότητας της παλαιστινιακής πλευράς
μπορούν να δικαιολογήσουν εκτεταμένους ελέγχους από την αντίπαλη πλευρά,
σύμφωνα με την αρχή της στρατιωτικής αναγκαιότητας, δεν είναι ικανές να
δικαιολογήσουν μια γενικευμένη πολιτική αδιάκριτων επιθέσεων εναντίον
ιατρικών εγκαταστάσεων. Σε ένα ενδιάμεσο σημείο βρίσκεται και η ακόλουθη
152
Βλ. The state of public health in the occupied Palestinian territory. Αναρτημένο στην ιστοσελίδα:
http://electronicintifada.net/content/state-public-health-occupied-palestinian-territory/6543.
Ανάκτηση: 8/8/2014. PHR Calls for Protection of Medical Facilities and Personnel in Gaza: Hospitals
Have Been Repeatedly Attacked in Violation of Humanitarian Laws, Αναρτημένο στην ιστοσελίδα:
http://physiciansforhumanrights.org/press/press-releases/phr-calls-for-protection-of-medical-facilities-
and-personnel-in-gaza.html. Ανάκτηση 8/8/2014.
71
πραγματική περίπτωση153. Παλαιστίνιοι αντάρτες που είχαν χαρακτηριστεί από
τους Ισραηλινούς ως καταζητούμενοι κατέφυγαν σε ένα παλαιστινιακό
νοσοκομείο παρά τις εκκλήσεις του προσωπικού του να αποχωρήσουν.
Ανέβηκαν στη στέγη και αντάλαξαν πυρά με Ισραηλινούς στρατιώτες που
βρίσκονταν σε παρακείμενη στέγη. Από τα πυρά σκοτώθηκε ο ένας και
τραυματίστηκαν οι υπόλοιποι, που έκτοτε νοσηλεύτηκαν στο νοσοκομείο. Σε
λίγες ημέρες ισραηλινές δυνάμεις εισέβαλαν βίαια στο νοσοκομείο, συνέλαβαν
τους αντάρτες, που βρίσκονταν στη μονάδα εντατικής θεραπείας σε σοβαρή
κατάσταση, και τους μετέφεραν σε ισραηλινό νοσοκομείο για τη συνέχιση της
νοσηλείας. Στο παράδειγμα αυτό είναι εμφανής η διπλή παραβίαση της ιατρικής
ουδετερότητας. Αφενός η αδιαφορία για την ασφάλεια αμάχων και ιατρικού
προσωπικού στην ανταλλαγή πυρών μεταξύ τους αφετέρου η εισβολή σε μια
προστατευμένη εγκατάσταση και η βίαιη μεταφορά ασθενών σε κρίσιμη
κατάσταση με κίνδυνο επιδείνωσης της υγείας τους. Γίνεται, επίσης, εδώ
αντιληπτή η παραβίαση του ΔΕΣ, αλλά και της ιατρικής δεοντολογίας από την
πλευρά του ισραηλινού ιατρικού προσωπικού, που βοήθησε στη διαδικασία
μεταφοράς θέτοντας σε κίνδυνο ασθενείς.
Η δεύτερη προαναφερόμενη διαμάχη υπογραμμίζει το δίλημμα της
διατήρησης της ιατρικής αμεροληψίας. Στον πόλεμο αυτό είχαν τεθεί σε
εφαρμογή σχέδια για την παροχή ιατρικής περίθαλψης στον τοπικό πληθυσμό
με σκοπό να βοηθηθούν οι αμερικανικές δυνάμεις να κερδίσουν την
εμπιστοσύνη των πολιτών του Νοτίου Βιετνάμ. Ανάλογα προγράμματα
εφαρμόστηκαν και μετά την εισβολή στο Ιράκ και το Αφγανιστάν.
Χρησιμοποιήθηκε δηλαδή η ιατρική ως ένα ψυχολογικό όπλο για έναν καθαρά
στρατιωτικό σκοπό, ως μέσο για την επίτευξη μιας συγκεκριμένης αποστολής 154.
Τα προγράμματα αυτά έλαβαν χώρα με την ονομασία «Medical Civic Action
Programs (MEDCAPs)» και «medical engagement»155. Ο πρωταρχικός στόχος
των προγραμμάτων αυτών ήταν η στήριξη της δύναμης κατοχής και της τοπικής
153
Βλ. ό.π. Gross M., Bioethics and Armed Conflict: Moral Dilemmas of Medicine and War, σ. 193-197.
154
Βλ. Olstehoorn P., Bollen M. & Beeres R., Dual Loyalties in Military Medical Care-Between Ethics
and Effectiveness, στο Amersfoort H., Moelker R., Soeters J & Verweij D. (επιμ.), Moral Responsibility
& Military Effectiveness, Asser Press and Contributors, 2013, σ. 79-96. Ό.π. Gross M., Bioethics and
Armed Conflict: Moral Dilemmas of Medicine and War, σ. 198-210.
155
«MEDCAP» είναι ο γενικός όρος στο ΝΑΤΟ για τη χρήση της στρατιωτικής ιατρικής
ικανότητας στην παροχή υγειονομικής περίθαλψης στα μέλη του τοπικού πληθυσμού σε
απομακρυσμένες περιοχές, ενώ «medical engagement» είναι ένα μέσο ή μακροπρόθεσμo σχέδιο ιατρικής
βοήθειας χωρίς άμεση επαφή με τον ασθενή, όπως η κατασκευή μιας κλινικής.
72
κυβέρνησης, ενώ σε δεύτερη μοίρα περνούσε η βελτίωση της υγείας του
πληθυσμού. Αυτός ο συνδυασμός των στόχων όμως, της ασφάλειας των
στρατευμάτων από τη μια και της ιατρικής φροντίδας των ντόπιων από την
άλλη, μπορεί να οδηγήσει σε εντάσεις και διλήμματα. Τα βασικά χαρακτηριστικά
τους συνοψίζονται στο ότι κριτήριο επιτυχίας τους αποτελούσε η ποσότητα των
ατόμων που κατόρθωναν να περιθάλπτουν και όχι η ποιότητα της παρεχόμενης
φροντίδας, στον βραχυπρόθεσμο σχεδιασμό τους και στην έλλειψη
συνεργασίας τους με τις τοπικές αρχές και τις μη κυβερνητικές οργανώσεις 154.
Τα παραπάνω είχαν ως αποτέλεσμα να μην τηρούνται τα απαιτούμενα
πρότυπα ιατρικής φροντίδας, καθώς δεν υπήρχαν αρχεία με το ιστορικό των
ασθενών και παρουσιάζονταν ελλείψεις κυρίως σε διαγνωστικές εξετάσεις και
στη συνέχιση της ιατρικής θεραπείας (follow-up treatment). Ένας ακόμη
κρίσιμος παράγοντας στη λειτουργία τους ήταν αυτός της ασφάλειας των
στρατευμάτων. Όταν αυτή περιοριζόταν, υπήρχε η πιθανότητα της απότομης
οριστικής διακοπής των προγραμμάτων. Συχνά μάλιστα δημιουργούνταν και
κίνδυνοι για τους ασθενείς και το ιατρικό προσωπικό, καθώς οι αντίπαλοι
διέβλεπαν τον στρατηγικό σκοπό αυτών των επιχειρήσεων154. Όπως γίνεται
εύκολα αντιληπτό η παροχή ιατρικής βοήθειας σε έναν πληθυσμό, του οποίου
οι στοιχειώδεις δομές υγείας έχουν πληγεί, λόγω των συνεχών εχθροπραξιών,
με κίνητρο την προώθηση επιχειρησιακών στόχων αποτελεί μια πηγή
απογοήτευσης και ηθικών ενδοιασμών για το ιατρικό προσωπικό, διότι αυτό
πρέπει να αποβλέπει πρωταρχικά στο συμφέρον των ασθενών του. Ωστόσο, τα
προγράμματα αυτά, παρά τα όποια μειονεκτήματά τους, εντάσσονται στο
πλαίσιο της ανθρωπιστικής βοήθειας προς κράτη που δοκιμάζονται. Όπως
όμως κάθε τέτοια βοήθεια, σπάνια παρέχονται ανιδιοτελώς, καθώς τα κράτη
που την προσφέρουν θέτουν διάφορους όρους (πολιτική αλλαγή, εγγυήσεις για
τα ανθρώπινα δικαιώματα κ.α.)154.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό η λειτουργία της ιατρικής ουδετερότητας οδηγεί
αβίαστα σε τρία επιμέρους ερωτήματα. Το ιατρικό προσωπικό αποτελεί έναν
ξεχωριστό παράγοντα σε μια σύγκρουση, που δεσμεύεται από τους κανόνες
του επαγγέλματός του ή δεν διαφέρει καθόλου από το υπόλοιπο στρατιωτικό
προσωπικό και αποκτά απλά μια συγκεκριμένη ειδίκευση υπακούωντας στην
αρχή της στρατιωτικής αναγκαιότητας; Πρέπει να στοχεύει αποκλειστικά στο
συμφέρον του ασθενή του ή μπορεί να συνυπολογίζει το συμφέρον των
73
υπολοίπων μελών της πολιτικής του κοινότητας που απειλείται από έναν
πόλεμο; Πρέπει να μένει αμέτοχο στον πόλεμο που λαμβάνει μέρος ή συνεκτιμά
στην άσκηση του λειτουργήματός του το κατά πόσο συμμετέχει σε ένα δίκαιο ή
όχι πόλεμο; Οι όποιες απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά τις περισσότερες φορές
οδηγούν τους ιατρούς σε δυσεπίλυτα διλήμματα, όπως θα δούμε αμέσως
παρακάτω. Καθώς η στρατιωτική διοίκηση αντιμετωπίζει την ουδετερότητα ως
ένα είδος συμφωνίας, από την οποία μπορεί ανά πάσα στιγμή να απόσχει, όταν
πλέον δεν της παρέχει στρατιωτικό πλεονέκτημα, το ιατρικό προσωπικό
βρίσκεται αντιμέτωπο με δύσκολες προκλήσεις.
74
ρήση του Ευαγγελίου157; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό μπορεί να παρέχει
λύσεις στα τυχόν διλήμματα που δημιουργεί αυτή η σύγκρουση καθηκόντων και
να υποδείξει με ασφαλή τρόπο τις καταστάσεις και τις προϋποθέσεις εκείνες,
σύμφωνα με τις οποίες μπορούν να γίνουν ανεκτές τυχόν παρεκκλισεις από την
υποχρέωση αφοσίωσης στο συμφέρον του ασθενή. Κατά συνέπεια, κρίνεται
σκόπιμη η εδώ αναφορά στα χαρακτηριστικά του λειτουργήματος του
στρατιωτικού ιατρού και των δύο ρόλων που αυτό περικλείει πριν την ειδικότερη
παράθεση των περιπτώσεων εμφάνισης σύγκρουσης καθηκόντων κατά τις
ένοπλες συγκρούσεις.
α) Ιατρός ή στρατιώτης;
75
να διεξάγει τον πόλεμο. Αυτός αποτελεί μάλιστα μέρος αυτού του συστήματος
κατά έναν πολύ επίσημο τρόπο, καθώς δίνει τον ίδιο όρκο 160 με τους
υπόλοιπους στρατιωτικούς, φορά την ίδια στολή και έχει τους ίδιους βαθμούς
και προνόμια. Λαμβάνει τουλάχιστον τη στοιχειώδη στρατιωτική εκπαίδευση και
μπορεί να κάνει χρήση του οπλισμού του σε περίπτωση απειλής που στρέφεται
εναντίον του ή κατά των ασθενών του. Παρά το γεγονός ότι οι στρατιωτικοί
ιατροί θεωρούνται μη μάχιμοι κατά το ΔΕΣ, έχουν κατά καιρούς σκοτώσει και
σκοτωθεί στη μάχη. Χωρίς αμφιβολία, καθίσταται εξαιρετικά δύσκολο να
διαχωρίσουν τον εαυτό τους από τους σκοπούς και τα μέσα του οργανισμού
που υπηρετούν. Οι σχέσεις και οι ευθύνες μεταξύ του στρατιωτικού και του
ιατρικού επαγγέλματος φαίνεται καταρχήν να είναι αντιφατικές και να
αλληλοαναιρούνται. Πώς λοιπόν μπορεί ένας ιατρός να ακολουθήσει ένα
επάγγελμα που χρησιμοποιεί τη βία ή την απειλή χρήσης της για να επιτύχει την
αποστολή του; Πώς κάποιος μπορεί να είναι ταυτόχρονα ιατρός και στρατιώτης;
Από την προηγηθείσα ανάλυση μπορεί κανείς να διακρίνει τις πολύ
σημαντικές διαφορές μεταξύ των παραπάνω λειτουργημάτων. Ωστόσο, μια
κοινωνία έχει ανάγκη την ύπαρξη και των δύο για την προάσπιση και την
εύρυθμη λειτουργία της. Μπορεί, όμως, να εντοπίσει κανείς μια καταρχήν
ιδιαίτερα σημαντική ομοιότητα. Η εξάσκησή τους δίνει τη δυνατότητα στους
λειτουργούς τους να βιώσουν μερικά από τα πιο σημαντικά γεγονότα της ζωής
των ανθρώπων, όπως η ασθένεια, ο πόνος, η ταλαιπωρία και ο θάνατος και να
αποκτήσουν παρόμοιες εμπειρίες. Είναι πολύ χαρακτηριστική και η
φρασεολογία που χρησιμοποιείται. Για παράδειγμα, φράσεις όπως «ξεκίνησε
πόλεμος κατά του καρκίνου» ή «ο ιατρός χρησιμοποιεί επιθετικά όλο του το
οπλοστάσιο για να νικήσει ο ασθενής του την ασθένεια» καταδεικνύουν τη μάχη
που συντελείται, η οποία, όταν δεν διεξαχθεί σωστά, μπορεί να επιφέρει τον
θάνατο του ασθενούς161.
160
Καθένας που υπηρετεί στον ελληνικό στρατό θεωρείται μέλος του μόνο εάν έχει δώσει τον
στρατιωτικό όρκο: «Ορκίζομαι να φυλάττω πίστην εις την πατρίδα. Υπακοήν εις το Σύνταγμα, τους
νόμους και τα ψηφίσματα του κράτους. Υποταγήν εις τους ανωτέρους μου. Να εκτελώ προθύμως και
άνευ αντιλογίας τας διαταγάς των. Να υπερασπίζω με πίστην και αφοσίωσιν, μέχρι της τελευταίας
ρανίδος του αίματος μου, τας Σημαίας. Να μην τας εγκαταλείπω μηδέ να αποχωρίζομαι ποτέ απ’ αυτών.
Να φυλάττω δε ακριβώς τους στρατιωτικούς νόμους. Και να διάγω εν γένει ως πιστός και φιλότιμος
στρατιώτης». Το ίδιο ισχύει και για τον στρατό των Η.Π.Α: «I…, do solemnly swear, that I will support
and defend the Constitution of the United States against all enemies foreign and domestic; That I will bear
true faith and allegiance to the same; And that I will obey the orders of the President of the United States
and the orders of the Officers appointed over me, according to regulations and the Uniform Code of
Military Justice. So help me God».
161
Βλ. ό.π. Madden W., Carter B., Physician-Soldier: A Moral Profession, σ. 279-280.
76
β) Ιατρός
Στο ζήτημα εάν υπάρχει ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στους δύο αυτούς
ρόλους, του ιατρού και του στρατιώτη, έχουν υποστηριχθεί διαφορετικές
απόψεις, οι οποίες διαμορφώνουν και τους αντίστοιχους τρόπους
αντιμετώπισης των συγκρούσεων καθηκόντων που παρατηρούνται. Μια πρώτη
άποψη δεν θέλει τους στρατιωτικούς ιατρούς ουσιαστικά μέλη του στρατιωτικού
λειτουργήματος162. Σύμφωνα με αυτήν, οι ιατροί δεν είναι πολεμιστές, καθώς ο
ρόλος τους είναι υποστηρικτικός στο πεδίο της μάχης, γεγονός που
αποδεικνύεται και από τις γραμμές όπου τάσσονται και την επιβαλλόμενη από
το δίκαιο ασυλία των υγειονομικών ζωνών. Η παρουσία τους επιβάλλεται για
λόγους αναγκαιότητας και ο ρόλος τους δεν σχετίζεται άμεσα με τη στρατιωτική
αποστολή. Επίσης, διακρίνονται για μια πιο χαλαρή στάση απέναντι στις
στρατιωτικές σχέσεις και συμπεριφορές163. Αυτό είναι ως ένα βαθμό αποδεκτό
και λογικό, διότι ο στρατιώτης υπολογίζει στη συμβολή των ιατρικών και όχι των
στρατιωτικών ικανοτήτων του ιατρού για τη σωτηρία του. Ο ιατρός λοιπόν
γίνεται σεβαστός από την αποστολή του με το δικό του ξεχωριστό τρόπο, έξω
από τα στενά ιεραρχικά πλαίσια της υπόλοιπης στρατιωτικής οικογένειας. Τον
ρόλο αυτό του ιατρού εκφράζει και το ρητό του υγειονομικού σώματος των
ελληνικών ενόπλων δυνάμεων: «Τη του ιητρού επιεικείη ευδοκέοντες», δηλαδή
«έχοντας εμπιστοσύνη στην αγάπη του ιατρού για τον άνθρωπο», που
προέρχεται από το κείμενο «Παραγγελίαι» της ιπποκρατικής συλλογής. Την
άποψη αυτή επιβεβαιώνει και το ΔΕΣ, που επιφυλάσσει στους στρατιωτικούς
ιατρούς και σε όσους είναι στις διαταγές τους ένα «μη μάχιμο» καθεστώς, όπως
ήδη αναφέρθηκε. Γενικά, υπό το πρίσμα του διεθνούς δικαίου οι στρατιωτικοί
ιατροί δεν φαίνεται να προσομοιάζουν με πραγματικούς στρατιώτες. Κατά
συνέπεια, αποκτά εδώ προτεραιότητα η στάση τους με την ιατρική ιδιότητα
απέναντι στα διάφορα ζητήματα σύγκρουσης καθηκόντων έναντι της
αντίστοιχης στρατιωτικής.
162
Βλ. Huntington SP., Officership as a Profession, στο War, Morality and the Military Profession,
Boulder, Colo: Westview Press, 1986. Ό.π. Madden W., Carter B., Physician-Soldier: A Moral
Profession, σ. 280-282.
163
Χαρακτηριστική είναι η πολύ συνηθισμένη φιλική προσφώνηση των αξιωματικών ιατρών από τους
στρατιώτες: «γιατρέ», η οποία γίνεται σχεδόν πάντα αποδεκτή από τους ιατρούς, σε αντίθεση με την πιο
τυπική των λοιπών αξιωματικών: «κύριε λοχαγέ ή κύριε διοικητά».
77
γ) Στρατιώτης
164
Βλ. ό.π. Madden W., Carter B., Physician-Soldier: A Moral Profession, σ. 285. London L., Rubenstein
L., Baldwin-Ragaven L., Van Es A., Dual Loyalty among Military Health Professionals: Human Rights
and Ethics in Times of Armed Conflict, σ. 383-384.
165
Βλ. ό.π. Howe E., Mixed Agency in Military Medicine: Ethical Roles in Conflict, σ. 331-357. London
L., Rubenstein L., Baldwin-Ragaven L., Van Es A., Dual Loyalty among Military Health Professionals:
Human Rights and Ethics in Times of Armed Conflict, σ. 384-385.
78
υποχρεωτική χορήγηση φαρμάκων και εμβολίων και οι αποφάσεις για την
επιστροφή ασθενών-στρατιωτών στη μάχη. Ωστόσο, η άποψη αυτή δεν
αποσαφηνίζει τους μηχανισμούς εκείνους, σύμφωνα με τους οποίους ο
στρατιωτικός ιατρός θα επιλέξει τον ρόλο που απαιτεί μια συγκεκριμένη
κατάσταση. Επίσης, δεν γίνεται φανερό εάν ο τελευταίος είναι ελεύθερος να
λαμβάνει τέτοιες πολύπλοκες αποφάσεις υπό το βάρος και τον έλεγχο της
στρατιωτικής ιεραρχίας, η οποία πιθανόν να προτρέπει προς μια συγκεκριμένη
πορεία δράσης, συνυφασμένη με τις επιταγές της στρατιωτικής αναγκαιότητας.
Κατά τη διάρκεια των ενόπλων συγκρούσεων τα επίπεδα της βίας και
των απειλών για την ανθρώπινη ζωή θέτουν στον στρατιωτικό ιατρό μοναδικές
προκλήσεις, που δεν μπορούν εύκολα να συγκριθούν με αυτές της ειρηνικής
περιόδου. Υπάρχει λοιπόν περίπτωση ένας στρατιωτικός ιατρός μπροστά στην
οδυνηρή πραγματικότητα ενός πολέμου να υποχρεωθεί από τις περιστάσεις να
συμπεριφερθεί πρωτίστως ως στρατιωτικός. Τότε βρίσκεται αντιμέτωπος με το
αρχικό δίλημμα, εάν δηλαδή είναι ιατρός ή στρατιώτης. Από την άλλη, ο
στρατιωτικός ιατρός εισερχόμενος στην στρατιωτική υπηρεσία εγκαταλείπει
πρόθυμα ένα μέρος από την αυτονομία του, όπως αναφέρθηκε νωρίτερα 166.
Μπορεί λοιπόν τότε να τεθεί το ερώτημα εάν οι ειδικές αυτές συνθήκες μπορούν
να δικαιολογήσουν αποκλίσεις από έναν επικεντρωμένο στην ιατρική ιδιότητα
ρόλο. Προσωπική μου άποψη είναι ότι ο ιατρός, όπως κάθε άλλο μέλος μιας
κοινωνίας, έχει υποχρέωση να συμβάλλει στην άμυνά της. Υπηρετώντας την
κοινωνία του ως ιατρός σε καιρό πολέμου συναντά την υποχρέωσή του να την
προασπίσει με τις ξεχωριστές, απολύτως αναγκαίες, ικανότητές του. Εντούτοις,
οι συνθήκες που διαμορφώνουν οι ένοπλες συγκρούσεις δεν είναι ικανές να
απαλλάξουν τον ιατρό από τις ηθικές και δεοντολογικές του υποχρεώσεις.
Ενδεχομένως, σε ορισμένες εντελώς εξαιρετικές καταστάσεις, μπορούν να
επιτρέψουν διαφορετικές προσεγγίσεις στα επίμαχα ζητήματα, αλλά σε κάθε
περίπτωση θα πρέπει άμεσα να αντιμετωπίζονται και να αποκαθίστανται στο
μέγιστο δυνατό βαθμό οι τυχόν δυσμενείς επιπτώσεις στους ασθενείς των
προσεγγίσεων αυτών. Συμπερασματικά, μπορεί να ειπωθεί πως η συνύπαρξη
σε ένα πρόσωπο των καθηκόντων του ιατρού και του στρατιωτικού δεν περιέχει
μια καταρχήν ηθική σύγκρουση, που οδηγεί αναγκαστικά στην αναίρεση του
ενός ή του άλλου ρόλου, αλλά αυτός ο διττός ρόλος του στρατιωτικού ιατρού
166
Βλ. υποσημείωση 79.
79
μπορεί να δημιουργήσει ποικίλλα ηθικά διλήμματα, τα οποία θα αναφερθούν
ειδικότερα παρακάτω.
80
επέκταση και ως ανθρώπινα όντα, είναι η χρησιμοποίησή τους ως υποκείμενα
ιατρικής έρευνας για στρατιωτικούς σκοπούς, χωρίς την ελεύθερη συγκατάθεσή
τους, κατά παράβαση του Κώδικα της Νυρεμβέργης και συναφών
νομοθετημάτων. Ενδεχομένως, το στρατιωτικό προσωπικό να θεωρεί ότι δεν
μπορεί να αρνηθεί αυτή τη συμμετοχή ή να μην είναι πλήρως ενημερωμένο για
τους κινδύνους για διάφορους λόγους, με κυριότερο την επίκληση της εθνικής
ασφάλειας. Μπορούν να αναφερθούν ορισμένα παραδείγματα τέτοιου είδους
παραβιάσεων, όπως η συμμετοχή αμερικανικών στρατευμάτων σε
ατμοσφαιρική δοκιμή πυρηνικών όπλων στα τέλη της δεκαετίας του ’40 και του
’50, καθώς και σε δοκιμές χημικών όπλων την επόμενη δεκαετία κατά τη
διάρκεια του «ψυχρού» πολέμου168. Επίσης, ήδη αναφέρθηκε ότι το 1990, μετά
την εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ, το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ υποχρέωσε
το στρατιωτικό προσωπικό σε παραίτηση από την απαιτούμενη συγκατάθεση
στη χρήση φαρμάκων και εμβολίων σε στάδιο ερευνητικό 169, διότι υπήρχαν
ενδείξεις ότι το Ιράκ θα προβεί στην ανάπτυξη βιολογικών και χημικών όπλων.
Η απουσία της συναίνεσης μετά από ενημέρωση του προσωπικού υπήρξε
δίχως αμφιβολία ανήθικη και επιπρόσθετα αμφίβολη ήταν κι η συνδρομή της
επικληθείσας από την κυβέρνηση κατάστασης ανάγκης. Σε ανάλογα σκηνικά
εύκολα μπορεί κανείς να αντιληφθεί την εξαιρετικά δύσκολη θέση στην οποία
βρέθηκαν οι στρατιωτικοί ιατροί, οι οποίοι κλήθηκαν σε κάθε περίπτωση να
εφαρμόσουν τις αποφάσεις της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας τους.
Το συμφέρον του ασθενή υποβαθμίζεται από την αντιμετώπιση των
εμφανιζόμενων στο προσωπικό ψυχιατρικών προβλημάτων με μια στρατιωτική
προοπτική. Δύσκολα ζητήματα ανακύπτουν ιδίως σε σχέση με ψυχιατρικά
προβλήματα που εμφανίζονται στη μάχη. Ένα από αυτά τα θέματα είναι το εάν
μια σοβαρή στρεσσογόνος αντίδραση που μπορεί να προκληθεί κατά τη
διάρκεια της μάχης αποτελεί μια φυσιολογική αντίδραση στις δύσκολες
συνθήκες που επικρατούν και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με ξεκούραση και
με την προοπτική επιστροφής στην ενεργό δράση. Στον αντίποδα βρίσκεται το
168
Βλ. Lederer S., The Cold War and Beyond: Covert and Deceptive American Medical Experimentation,
στο Lounsbury D., Bellamy R. (επιμ.), Textbooks οf Military Medicine: Military Medical Ethics vol. 2
(Borden Institute), Office of the Surgeon General at TMM Publications, 2003, σ. 521-524.
169
Βλ. αναλυτικά για τη στρατιωτική βιοϊατρική έρευνα και τις διάφορες υποστηριζόμενες απόψεις
Frisina M. , Medical Ethics in Military Biomedical Research, στο Lounsbury D., Bellamy R. (επιμ.),
Textbooks οf Military Medicine: Military Medical Ethics vol. 2 (Borden Institute), Office of the Surgeon
General at TMM Publications, 2003, σ. 533επ.
81
ενδεχόμενο τα συμπτώματα αυτά να ανήκουν σε μια ασθένεια που απαιτεί
περαιτέρω θεραπεία (Combat Stress Disorder). Πίσω από το χαρακτηρισμό της
αντίδρασης αυτής ως ασθένεια κρύβεται ο κίνδυνος της υποτιθέμενης
υπερβολικής μεταφοράς τραυματιών και ασθενών σε ασφαλή περιοχή μακριά
από την πρώτη γραμμή. Η υιοθέτηση αυτής της τακτικής από τους ιατρούς
ευνοεί σαφώς τους ασθενείς τους και πλήττει τη μαχητική ισχύ. Η ορθότερη
λύση θα ήταν να αφήνεται στην ελεύθερη κρίση του στρατιωτικού ιατρού να
λάβει τη σχετική απόφαση170. Ένα ανάλογο ηθικό ζήτημα ανακύπτει στην
περίπτωση της αντιμετώπισης της κόπωσης κατά τη μάχη (combat fatigue).
Ποια στάση θα υιοθετηθεί τότε από τους ψυχίατρους; Η περίθαλψή τους με
δεδομένη μια προοπτική επιστροφής στο καθήκον171 ή η αμερόπληπτη
ενημέρωσή τους για τις πιθανές δυσμενείς συνέπειες της κατάστασής τους με
ένα ταυτόχρονο δικαίωμα επιλογής επιστροφής ή μη. Η πρώτη στάση δεν είναι
εμφανώς προς το συμφέρον των ασθενών. Αντίθετα, η δεύτερη που
εναρμονίζεται με αυτό μπορεί να οδηγήσει στην προσποίηση των
συμπτωμάτων κόπωσης από ένα μεγάλο αριθμό στρατιωτών σε μια
προσπάθεια αποφυγής των κινδύνων της μάχης, γεγονός που πιθανόν να
αποδειχθεί μοιραίο για μια στρατιωτική αποστολή172. Η προάσπιση της
τραυματισμένης υγείας του προσωπικού με μια περίοδο περιορισμένων
καθηκόντων μακριά από το μέτωπο συγκρούεται με την επιχειρησιακή
πραγματικότητα της στέρησης της συμβολής των εξειδικευμένων ικανοτήτων
του στην επίτευξη ενός στρατιωτικού στόχου 173. Στο βαθμό που ένας κλινικός
ψυχίατρος ή ψυχολόγος είναι ενσωματωμένος σε μια μονάδα μάχης μπορούν
να δημιουργηθούν δυσκολίες για τον ίδιο να παραμείνει προσηλωμένος στις
επαγγελματικές του υποχρεώσεις προς μεμονωμένους ασθενείς. Για να γίνει
αυτό καλύτερα αντιληπτό μπορεί να αναλογιστεί κανείς το παράδειγμα ενός
τέτοιου επαγγελματία μέσα σε ένα αεροπλανοφόρο και τη δυσκολία που
αντιμετωπίζει στο διαχωρισμό κλινικών και προσωπικών σχέσεων με τους
ασθενείς του, όταν αυτός τρώει, κοιμάται και ζει μαζί με αυτούς για ολόκληρους
170
Βλ. ό.π. Beam T., Medical Ethics on the Battlefield: The Crucible of Military Medical Ethics, σ. 373-
374.
171
Η προσέγγιση αυτή αναφέρεται στη στρατιωτική ορολογία ως «three hots [hot meals] and a cot [for
sleeping]».
172
Βλ. ό.π. Howe E., Mixed Agency in Military Medicine: Ethical Roles in Conflict, σ. 335-337.
173
Βλ. Johnson B., Grasso I., Maslowski K., Conflicts Between Ethics and Law for Military Mental
Health Providers, Military Medicine, 175, 2010, σ. 548.
82
μήνες174. Είναι πάγια η απαγόρευση, όπως έχει αναφερθεί, συμμετοχής των
ιατρών σε οποιαδήποτε δραστηριότητα που θα μπορούσε ευλόγως να
ερμηνευθεί ως σκληρή, εξευτελιστική ή απάνθρωπη απέναντι σε οποιοδήποτε
πρόσωπο. Ωστόσο, η ανάθεση στους στρατιωτικούς ψυχίατρους νέων, μη
«παραδοσιακών» ρόλων, όπως η συμμετοχή σε ανακρίσεις, η ψυχολογική
υποστήριξη κρατουμένων, ο επαναπατρισμός και η επανένταξη αιχμαλώτων
πολέμου, οι «ψυχολογικές» επιχειρήσεις και η επιλογή προσωπικού ειδικών
αποστολών, είναι λογικό να τους δημιουργεί δυσχέρειες στο να τηρούν τα ηθικά
επαγγελματικά τους πρότυπα και ταυτόχρονα να μην παραβαίνουν τις νόμιμες
διαταγές174.
Επίσης, στη στρατιωτική ιατρική μπορεί να παραβιαστεί το καθήκον
εχεμύθειας προς τον ασθενή στο βωμό της στρατιωτικής ή εθνικής ασφάλειας.
Αντίθετα, στην πολιτική ιατρική κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί μόνο σε πολύ
συγκεκριμένες περιπτώσεις που αναφέρονται περιοριστικά στο νόμο. Για
παράδειγμα, ένας διοικητής μπορεί να ζητήσει την αποκάλυψη ιατρικών
πληροφοριών, που θεωρεί ότι επηρεάζουν τη στρατιωτική απόδοση
καθορίζοντας ο ίδιος ποιες είναι οι συμπεριφορές εκείνες που καθιστούν
αναγκαία αυτή την αποκάλυψη. Ο στρατιωτικός ιατρός είναι καταρχήν
ελεύθερος να αποφασίσει εάν θα δώσει τις σχετικές πληροφορίες. Η τελική του
επιλογή όμως, θα καθορισθεί από τον βαθμό που αυτός ταυτίζεται με τη
μονάδα όπου ανήκει ή με το συμφέρον του ασθενή του, καθώς επίσης και από
τις δυσκολίες που πρόκειται να αντιμετωπίσει εάν αρνηθεί να συμμορφωθεί με
το αίτημα του διοικητή του 175. Το ζήτημα αυτό εξετάστηκε αναλυτικά και στο
οικείο κεφάλαιο της τήρησης του ιατρικού απορρήτου-εχεμύθειας. Η
επισήμανσή του στο σημείο αυτό γίνεται για τον λόγο ότι αποτελεί ένα συχνό
πεδίο εμφάνισης σύγκρουσης καθηκόντων για τον στρατιωτικό ιατρό, καθώς
από τη μια το ΔΕΣ δεν παρέχει ξεκάθαρες λύσεις στο ζήτημα και από την άλλη
η μέριμνα της υγειονομικής υπηρεσίας, ιδιαίτερα σε καιρό πολέμου, εστιάζεται
περισσότερο στην παροχή της ιατρικής φροντίδας παρά στην τήρηση της
παραπάνω υποχρέωσης.
174
Βλ. ό.π. Johnson B., Grasso I., Maslowski K., Conflicts Between Ethics and Law for Military Mental
Health Providers, σ. 549-551 (αναλυτικά παραδείγματα σ. 550-551).
175
Βλ. Sidel V., Levy B., Physician-Soldier: A Moral Dilemma? , στο Lounsbury D., Bellamy R. (επιμ.),
Textbooks οf Military Medicine: Military Medical Ethics vol. 1 (Borden Institute), Office of the Surgeon
General at TMM Publications, 2003, σ. 298.
83
Μια ακόμη παράμετρος στο ζήτημά μας είναι η υποκατάσταση της
πραγματικής βούλησης του ασθενή 175. Οι στρατιωτικοί ιατροί έχουν μεγαλύτερη
δυνατότητα καταναγκασμού των ασθενών τους σε σχέση με τους πολίτες
συναδέλφους τους, η οποία μπορεί να φθάσει στο σημείο να παρακάμπτονται
οι επιθυμίες ενός ασθενή «για το δικό του καλό». Καταρχήν, οι δυνατότητες
διατύπωσης παραπόνων μέσω επαγγελματικών οργανώσεων είναι από
περιορισμένες έως ανύπαρκτες. Έπειτα, αυτός ο ισχυρός πατερναλισμός
ενισχύεται από τη δομή της στρατιωτικής διοίκησης. Η δύναμη που διαθέτει ο
στρατιωτικός ιατρός πάνω στον ασθενή του μπορεί να επηρεάσει την κρίση του
και να υποκαταστήσει με τις δικές του αξίες και πιστεύω τις αληθινές επιθυμίες
του. Το γεγονός αυτό παρατηρείται και σε άλλα «κλειστά» ιδρύματα, όπως οι
φυλακές και τα ψυχιατρικά νοσοκομεία. Μια χαρακτηριστική περίπτωση που ο
ιατρός λαμβάνει ο ίδιος αποφάσεις για το καλό του ασθενή του είναι οι
υποχρεωτικοί εμβολιασμοί, όπου στον κάθε στρατιώτη ξεχωριστά ασκείται η
πίεση ενός ολόκληρου στρατιωτικού συστήματος. Περίπτωση που ο
στρατιωτικός ιατρός προχωρά πολύ μακριά στη διαδικασία λήψης απόφασης
για το συμφέρον του ασθενή του αποτελεί αυτή της διαλογής και ταξινόμησης
των απωλειών υγείας κατά τη διάρκεια της μάχης. Τότε μπορούν να ανακύψουν
διλήμματα, όπως η χρησιμοποίηση ισχυρής δόσης αναλγητικών σε τραυματίες
που αγωνιούν, χωρίς ελπίδα αποτελεσματικής θεραπείας ή εκκένωσής τους
από το πεδίο της μάχης, με σκοπό την ανακούφιση του πόνου και πιθανή
παρενέργεια την πρόκληση του θανάτου τους (περίπτωση έμμεσης ενεργητικής
ευθανασίας176). Το παραπάνω περιστατικό μπορεί να γίνει ακόμη πιο
προβληματικό ως προς το ερώτημα της χρήσης ή μη μεγάλης ποσότητας
αναλγητικών, εάν προστεθούν σ’ αυτό οι κραυγές των τραυματισμένων
στρατιωτών που άθελά τους δημιουργούν τον κίνδυνο αποκάλυψης της θέσης
της μονάδας τους. Το σκηνικό μπορεί μάλιστα να ενταθεί ακόμη περισσότερο,
εάν λάβουμε ως δεδομένη τη γνώση της πληροφορίας ότι οι αντίπαλοι δεν
ακολουθούν τους νόμους του πολέμου και εκτελούν τους αιχμαλώτους. Στις
περιπτώσεις αυτές γίνεται αντιληπτό ότι ο στρατιωτικός ιατρός είναι
176
Βλ. Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., Η αυτοδιάθεση της ζωής και το πρόβλημα της ευθανασίας στο
Ποινικό Δίκαιο, εν Κ. Σολδάτου κ.ά. (επιμ.), Ψυχιατρική και δίκαιο, ΙV, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα 2006, για
την έννοια της έμμεσης ενεργητικής ευθανασίας: κάθε ενδεδειγμένη ιατρική φαρμακευτική ή
ανακουφιστική αγωγή ή οποιαδήποτε άλλη (lege artis) επέμβαση στο σώμα του υποφέροντος από ανίατη
πάθηση ασθενή για τη βελτίωση της κατάστασής του, η οποία έχει ως πιθανή παρενέργεια και την
πρόκληση του θανάτου.
84
υποχρεωμένος να λαμβάνει αποφάσεις είτε για το καλό των ασθενών του είτε
των υπόλοιπων στρατιωτών βιώνοντας μια πραγματική ηθική εσωτερική
σύγκρουση.
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις η ιατρική φροντίδα δόθηκε στους
ασθενείς και το δίλημμα εστιαζόταν στο γεγονός ότι οι ασθενείς είτε δεν
χρειάζονταν στην πράξη είτε δεν επιθυμούσαν αυτή τη φροντίδα, ή οι ιατροί δεν
ήταν πλήρως ελεύθεροι να ενημερώσουν τους ασθενείς τους. Στη συνέχεια θα
εξεταστεί η αδυναμία των στρατιωτικών ιατρών να παρέχουν την κατάλληλη
φροντίδα στις φίλιες δυνάμεις, τις δυνάμεις του εχθρού και τους αμάχους.
Έγινε εκτενής αναφορά παραπάνω στην υποβάθμιση σε ορισμένες
περιπτώσεις του δικαιώματος στην ιατρική φροντίδα των φίλιων στρατιωτών,
λόγω της αντιμετώπισής τους ως ένα συλλογικό οργανισμό, μια «μαχόμενη
δύναμη», στη διατήρηση της οποίας η φροντίδα προσανατολίζεται. Στο σημείο
αυτό θα γίνει μνεία της επίδρασης της θέσης ενός στρατιωτικού ιατρού στην
υπηρεσία μιας συγκεκριμένης μονάδας στην παροχή της αναγκαίας ιατρικής
φροντίδας στους στρατιώτες των άλλων μονάδων177. Ο στρατιωτικός ιατρός που
εκπαιδεύεται και εργάζεται για ένα ικανό χρονικό διάστημα σε μια μονάδα
«δένεται» με τους συναδέλφους του, γίνεται ενεργό μέλος της και εξαρτάται απ’
αυτήν. Όταν καλείται να συνδράμει στη θεραπεία στρατευμάτων από διάφορες
μονάδες πολλές φορές αισθάνεται ψυχολογικά πιεσμένος να φροντίσει
καταρχήν τους «δικούς» του και υπάρχει η πιθανότητα να αποτύχει στη θέση
προτεραιοτήτων βασισμένων αποκλειστικά στις ιατρικές ανάγκες.
Οι άμαχοι είναι το μεγαλύτερο θύμα των πολέμων. Κατά τη διάρκεια των
συγκρούσεων αυξάνονται δραματικά οι ανάγκες τους για την κάλυψη των
τρεχουσών ιατρικών αναγκών τους, πέρα από αυτές που σχετίζονται με
τραυματισμούς στις εχθροπραξίες, λόγω της καταστροφής των διαφόρων
δομών υγείας. Εκτός από τις περιπτώσεις που οι στρατιωτικοί ιατροί
αναλαμβάνουν ως αποστολή τη φροντίδα των αμάχων, στις υπόλοιπες
ενδέχεται η ιατρική τους περίθαλψη να συναντήσει χαμηλή προτεραιότητα σε
σχέση με το στρατιωτικό προσωπικό, ανεξάρτητα από το ιατρικώς επείγον της
κατάστασής τους177. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα μπορεί εδώ να αναφερθεί η
σε καθημερινή βάση ανάγκη αντιμετώπισης ιατρικών περιστατικών Αφγανών
αμάχων από το ιατρικό προσωπικό της διεθνούς δύναμης ασφαλείας του
177
Βλ. ό.π. Sidel V. Levy B., Physician-Soldier: A Moral Dilemma? σ. 302-303.
85
Αφγανιστάν (ISAF)178. Οι ιατροί των δυνάμεων αυτών του ΝΑΤΟ ήταν
υποχρεωμένοι κατά την άσκηση των καθηκόντων τους να ακολουθούν τους
λεγόμενους ιατρικούς κανόνες επιλογής (Medical Rules of Eligibility). Σύμφωνα
με αυτούς, στην περίπτωση αμάχων με τραυματισμούς που δεν οφείλονται στις
συγκρούσεις είναι δυνατή η παροχή ιατρικής περίθαλψης μόνο εάν τα τραύματά
τους απειλούν τη ζωή ή τη σωματική τους ακεραιότητα. Όλοι οι υπόλοιποι
παραπέμπονται στα εθνικά νοσοκομεία ή σε αυτά που ανήκουν σε μη
κυβερνητικές οργανώσεις, των οποίων βέβαια οι δυνατότητες είναι ως επί το
πλείστον περιορισμένες. Η ιατρική βοήθεια δεν θα δοθεί ακόμη κι αν τα μέσα
υπάρχουν, διότι απαιτείται η συνεχής ύπαρξη επάρκειας για τις συμμαχικές
δυνάμεις. Κατά συνέπεια, καλείται ο ιατρός της ISAF να επιλέξει ανάμεσα στην
κατά γράμμα εφαρμογή των κανόνων που θέτει ο στρατιωτικός οργανισμός και
σε μια πιο επιεική στάση απέναντί τους. Η πρώτη επιλογή, ανταποκρινόμενη
στα πρότυπα του ΝΑΤΟ, ενδεχομένως να τον οδηγήσει σε μια απόφαση μη
αντιμετώπισης και παραπομπής ενός περιστατικού μη επείγουσας
σκωληκοειδίτιδας παιδιού. Εάν, όμως, το τελευταίο εξελιχθεί τις επόμενες
ημέρες σε περιτονίτιδα, θα τον φέρει αναμφίβολα αντιμέτωπο με την
επαγγελματική του συνείδηση.
Η υποχρέωση των στρατιωτικών ιατρών να περιθάλπτουν τους
στρατιώτες του εχθρού αποτελεί μια υποχρέωση που επιβάλλει το ΔΕΣ.
Ωστόσο, υπάρχουν λόγοι που οι ιατροί είναι ορισμένες φορές απρόθυμοι να
ανταποκριθούν στην υποχρέωση αυτή177. Καταρχήν, η άρνησή τους μπορεί να
στηριχθεί στον «πατριωτισμό» ή την εθνική ασφάλεια. Ήδη από την αρχαιότητα
είναι γνωστή η άρνηση του Ιπποκράτη να βοηθήσει τον βασιλιά της Περσίας
Αρταξέρξη στην περίθαλψη των στρατιωτών του, που μαστίζονταν από την
πανούκλα, δηλώνοντας ότι «ποτέ δεν θα διέθετε τις ικανότητές του στην
υπηρεσία βαρβάρων, εχθρών της Ελλάδας». Συναισθήματα ισχυρά αγάπης
προς την πατρίδα αναδεικνύονται ικανά να επηρεάσουν τη συμπεριφορά των
στρατιωτικών ιατρών και να οδηγήσουν ακόμη και στην ανάληψη απ’ αυτούς
του ρόλου του μαχητή. Παρατηρείται λοιπόν ότι, από τη στιγμή που οι
στρατιωτικοί ιατροί αποτελούν μέρος των ενόπλων δυνάμεων ενός κράτους,
ενεργό μέρος μιας στρατιωτικής μονάδας, και δεν αποτελούν μια εντελώς
178
Βλ. Olsthoorn P., Bollen M., Beeres R., Dual Loyalties in Military Medical Care – Between Ethics
and Effectiveness, στο Amersfoort H. , Moelker R., Soeters J., Verweij D. (επιμ.), Moral Responsibility &
Military Effectiveness, Asser Press and Contributors, 2013, σ. 87-89.
86
ανεξάρτητη υπηρεσία υπό την αιγίδα ενός διεθνούς οργανισμού, πάντοτε θα
έχουν τουλάχιστον την ανθρώπινη τάση να διακρίνουν τους ασθενείς στους
«δικούς τους» και του εχθρού και να αποτυγχάνουν να τους κατηγοριοποιούν
ανάλογα με τις ιατρικές τους ανάγκες.
179
Βλ. ό.π. Johnson B., Grasso I., Maslowski K., Conflicts Between Ethics and Law for Military Mental
Health Providers, σ. 551-552.
180
Για τη σημασία διαμόρφωσης των αληθινών ερωτημάτων-διλημμάτων στα βιοηθικά ζητήματα βλ.
Moore G., Principia Ethica, 2nd ed., New York: Cambridge University Press, 1993 (Preface: «it appears
to me that in ethics, as in all other philosophical studies, the difficulties and disagreements, of which
history is full, are mainly due to a very simple cause: namely to attempt to answer questions without first
discovering precisely what question it is which you desire to answer»).
87
στρατιωτικών κανονισμών και προτεραιοτήτων με τη συμμετοχή και των
ασθενών, όπου αυτό είναι δυνατό. Τέλος, συνεχής πρέπει να είναι η
προσπάθεια των ιατρών για τη μείωση της εμφάνισης των συγκρούσεων αυτών
με τη θέση τους στην κρίση των αρμόδιων αρχών και την αποφυγή
αποσιώπησής τους.
Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν σαφείς κατευθυντήριες οδηγίες, αλλά και
νόμοι, που ισχύουν στις περισσότερες από τις περιπτώσεις που οι στρατιωτικοί
ιατροί μπορεί να συναντήσουν, συχνά ανακύπτουν συγκρούσεις μεταξύ του
ρόλου του στρατιωτικού και του ιατρού. Αξιοσημείωτο στο σημείο αυτό είναι το
έργο διεθνούς επιτροπής που ασχολήθηκε με τα θέματα αυτά και διαμόρφωσε
κατευθυντήριες γραμμές προς τους ιατρούς με επίκεντρο το ΔΑΔ (International
181
Dual Loyalty Working Group, 2003) . Οι οδηγίες αυτές δίνουν σαφές
προβάδισμα στην ιατρική ιδιότητα των στρατιωτικών ιατρών και δεν
διαχωρίζουν την ιατρική δεοντολογία σε αυτήν της ειρηνικής περιόδου και αυτήν
των ενόπλων συγκρούσεων. Παρακάμπτουν, εντούτοις, βασικές αρχές του ΔΕΣ
που διεκδικούν εφαρμογή στα θέματα αυτά και προσανατολίζονται κυρίως στην
προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Ωστόσο, εξακολουθούν να είναι
ιδιαίτερα σημαντικές και μπορούν να λειτουργήσουν στο πλαίσιο ενός
«μυστικοπαθή» ολοκληρωτικού οργανισμού, όπως ο στρατός, με την
181
Βλ. ό.π. London L., Rubenstein L., Baldwin-Ragaven L., Van Es A., Dual Loyalty among Military
Health Professionals: Human Rights and Ethics in Times of Armed Conflict, σ. 388,
Guidelines for the Military on Dual Loyalties:
1. The military health professional’s first and overruling identity and priority is that of a health
professional.
2. Civilian medical ethics apply to military health professionals as they do to civilian practitioners.
3. The military health professional should adhere to the principle of confidentiality in a manner consistent
with practice in civil society.
4. The military health professional is a member of the national and international health professionals’
community.
5. The military health professional should treat the sick and wounded according to the rules of medical
needs and triage.
6. Health professionals should not participate in research or development of chemical or biological
weapons (CBW) that could be used for purposes of killing, disabling, torturing, or in any way harming
human life.
7. The military health professional should refrain from direct, indirect, and administrative forms of
cooperation in torture and cruel, inhuman and, degrading treatment and punishment at all times, including
in wartime and during interrogation of prisoners.
8. The military health professional should refrain from direct, indirect, preparatory, and administrative
participation in capital punishment, both within the militarycourt martial system and elsewhere.
9. Military health professionals should report violations of human rights that interfere with their ability to
comply with their duty of loyalty to patients to appropriate authorities and report human rights violations
perpetrated by their own troops as well as by others.
10. The health professional should not engage or participate in any form of human experimentation
among members of military services unless the research will provide significant health and other benefits
for military personnel and facilitatepromotion of their human rights.
88
προϋπόθεση ότι θα ενισχυθούν με την υιοθέτηση στρατηγικών υποστήριξης
των ιατρών στα επίμαχα ζητήματα. Στην κατεύθυνση αυτή μπορεί να συμβάλλει
η αξιοποίηση της εμπειρίας των επιτροπών βιοηθικής της ειρηνικής περιόδου 182
και τα διάφορα στρατιωτικά προγράμματα ιατρικής εκπαίδευσης, τα οποία
ενσωματώνουν μια ολοκληρωμένη ηθική εκπαίδευση. Τα τελευταία θα πρέπει
να έχουν ως στόχο να εξασφαλίσουν ότι οι απόφοιτοί τους είναι ικανοί να
κατανοήσουν την πολυπλοκότητα των καταστάσεων που ενδεχομένως θα
κληθούν να αντιμετωπίσουν και ότι έχουν επίγνωση εκείνων των ηθικών και
νομικών αρχών, οι οποίες θα πρέπει να κατευθύνουν τη δράση τους,
ανταποκρινόμενοι πρωτίστως στις ανθρωπιστικές τους υποχρεώσεις.
Καταλήγωντας, θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι στρατιωτικοί ιατροί καλούνται
να λάβουν δύσκολες αποφάσεις μέσα σε λίγα λεπτά, των οποίων τα
αποτελέσματα θα τους ακολουθούν ίσως σε ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή
τους183. Εάν λοιπόν κατορθώσουν να διαμορφώσουν μια ξεκάθαρη πεποίθηση
για την αναγκαιότητα των πράξεών τους, βασισμένων σε ηθικά στέρεα κριτήρια,
τότε θα μπορέσουν να συμφιλιωθούν με τις επιλογές τους. Όταν δεν υπάρχουν
άμεσα εφαρμόσιμες λύσεις, η ηθική και επαγγελματική ακεραιότητα του κάθε
συγκεκριμένου ιατρού αποτελεί τον τελικό κριτή των δύσκολων διλημμάτων.
Άλλωστε, είναι σημαντικό το ότι στους περισσότερους κώδικες δεοντολογίας η
επίλυση των τυχόν ηθικονομικών συγκρούσεων αφήνεται στην ορθή κρίση του
επαγγελματία υγείας184.
182
Άλλωστε, οι σύγχρονοι στρατοί διαθέτουν στη δύναμή τους επιστήμονες από όλα τα επιστημονικά
πεδία για τη συγκρότηση μιας τέτοιας επιτροπής.
183
Βλ. ό.π. Howe E., Mixed Agency in Military Medicine: Ethical Roles in Conflict, σ. 356 για το
συναισθηματικό αυτό βάρος.
184
Πρβλ. και το άρθρο 15 του ΚΙΔ: «Ο ιατρός που βρίσκεται μπροστά σε σύγκρουση καθηκόντων
αντιμετωπίζει τη σύγκρουση αυτή με βάση την επιστημονική του γνώση, τη σύγκριση των έννομων
αγαθών που διακυβεύονται, τον απόλυτο σεβασμό της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας και τη
συνείδησή του…».
185
Βλ. το άρθρο 12 των ΣΓ ’49 Ι-ΙΙ και τα άρθρα 10-11 του ΣΠ ’77 Ι.
89
Καθώς, όμως, οι εγκαταστάσεις αυτές υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να μην
εξασφαλίζουν τις πιο ιδανικές συνθήκες για την άσκηση της ιατρικής 186, υπάρχει
περίπτωση λίγες παρεμβάσεις να μπορούν να γίνουν για τη σωτηρία ή την
καλύτερη δυνατή φροντίδα κάποιων ασθενών, για τους οποίους σε διαφορετική
περίπτωση θα υπήρχε τέτοια δυνατότητα. Αυτή η κατάσταση μπορεί να
οδηγήσει το ιατρικό προσωπικό σε οδυνηρά διλήμματα. Και οι σχετικές με το
ζήτημα διατάξεις του ΔΕΣ από τη μεριά τους δεν δίνουν ξεκάθαρες
κατευθύνσεις σε καταστάσεις οριακές187. Πώς λοιπόν θα καθορισθεί η
προτεραιότητα στη θεραπεία στο ακόλουθο παράδειγμα; Προσέρχονται για
αντιμετώπιση δύο τραυματίες, εκ των οποίων ο ένας είναι σοβαρά
τραυματισμένος και η κατάστασή του, αν και κρίσιμη, δεν μπορεί να
αντιμετωπιστεί, λόγω αδυναμίας της συγκεκριμένης ιατρικής μονάδας, ενώ ο
δεύτερος είναι πιο ελαφριά τραυματισμένος, αλλά ακόμη σε κίνδυνο, και μπορεί
αποτελεσματικά να αντιμετωπιστεί με άμεση ιατρική επέμβαση. Οι απαιτήσεις
της «επείγουσας ιατρικής ανάγκης» και της «ιατρικής φροντίδας που απαιτεί η
κατάσταση της υγείας τους στον πληρέστερο δυνατό βαθμό και με τη μικρότερη
δυνατή καθυστέρηση» δεν προσφέρουν ασφαλείς λύσεις στο παραπάνω
παράδειγμα. Στις περιπτώσεις αυτές, όπου δεν είναι δυνατή η φροντίδα όλων
των ασθενών που έχουν ανάγκη περίθαλψης, έχουν καθιερωθεί στην κλινική
πρακτική διάφορα κριτήρια προσδιορισμού προτεραιοτήτων στην ιατρική
αντιμετώπιση των ασθενών. Μπορούν να αναφερθούν μερικά από αυτά, τα
οποία βέβαια δεν εφαρμόζονται αποκλειστικά στην ιατρική κατά τις ένοπλες
συγκρούσεις και πολλά απ’ αυτά επιδέχονται κριτικής187. Ένα απ’ αυτά που
αναμφισβήτητα παραβιάζει το κριτήριο της ιατρικής ανάγκης είναι αυτό του
κόστους-οφέλους, το οποίο συγκρίνει τις απαιτούμενες ανάγκες μιας θεραπείας
με το όφελος που προκύπτει από την εφαρμογή της στον συγκεκριμένο ασθενή.
Γίνεται εδώ φανερό ότι υπεισέρχονται παράγοντες όπως η νεότητα ή το
εισόδημα. Ένα ακόμη κριτήριο είναι αυτό της τυχαίας επιλογής ή της επιλογής
με βάση τη σειρά εμφάνισης για φροντίδα. Αποτελεί ένα από τα πιο
συνηθισμένα κριτήρια κατά τις ένοπλες συγκρούσεις, καθώς θα ήταν παράδοξο
να αναμένει κανείς την περισυλλογή όλων των τραυματιών, προτού αρχίσει την
παροχή της ιατρικής φροντίδας. Έρχεται βέβαια κι αυτό σε αντίθεση με την
186
Κάτι βέβαια που δεν φαίνεται να απαιτείται κι από το ΔΕΣ.
187
Βλ. ό.π. Gunn Μ., McCoubrey Η., Μedical Ethics and the Laws of Armed Conflict, σ. 145-147.
90
ιατρική ανάγκη. Τέλος, μπορεί να αναφερθεί το κριτήριο, σύμφωνα με το οποίο
δίνεται προβάδισμα στον ασθενή με τον μεγαλύτερο πόνο. Όπως όμως εύκολα
γίνεται κατανοητό, αυτό δεν αποτελεί ένα απόλυτο κριτήριο, διότι από τη μια ο
πόνος είναι ένα υποκειμενικό αίσθημα, ενώ από την άλλη ένας αναίσθητος
ασθενής, που δεν πονά, μπορεί να διατρέχει πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο. Μεταξύ
των κριτηρίων αυτών συγκαταλέγεται κι αυτό της διαλογής (triage), που
αναγκάζει συχνά τον ιατρό να αποφασίσει να μην αναλάβει ασθενείς που έχουν
μικρή ελπίδα σωτηρίας, το οποίο θα αναφερθεί εκτενέστερα.
α) Έννοια «triage»
91
μεγαλύτερο αριθμό ασθενών σε μια συγκεκριμένη στιγμή, ένα ξεκάθαρα
ωφελιμιστικό κι όχι απόλυτα δίκαιο κριτήριο191. Κατά τη διάρκεια της μάχης
όμως, η καταρχήν αντιμετώπιση των πιο κρίσιμων περιστατικών προϋποθέτει
τη μη ύπαρξη ασυνήθιστα αυξημένης ζήτησης παροχής ιατρικών υπηρεσιών. Οι
συνθήκες στο πεδίο της μάχης με τις συνήθεις αδυναμίες ανεφοδιασμού και της
τουλάχιστον στο εγγύς μέλλον ορατής της πιθανότητας αυξανόμενων απωλειών
υγείας δεν μπορούν να εγγυηθούν ικανοποιητικά ποσοστά
αποτελεσματικότητας. Επομένως, απαιτείται η εφαρμογή ενός τέτοιου
συστήματος διαλογής, που στην προκειμένη περίπτωση ίσως να αποτελεί το μη
χειρον βέλτιστον.
Για την υλοποίηση αυτού του μοντέλου διαλογής είναι αναγκαία η
εφαρμογή ορισμένων κριτηρίων, τα οποία καθιστούν διαχειρίσιμη την
παραλαβή, ταξινόμηση και αντιμετώπιση ταυτόχρονα αφικνούμενων απωλειών
υγείας και ελαχιστοποιούν τη σύγχυση που επικρατεί σε ανάλογες καταστάσεις.
Τα κριτήρια αυτά, που τυγχάνουν εφαρμογής και σε καταστάσεις μαζικών
απωλειών υγείας της ειρηνικής περιόδου, περιγράφονται σε διάφορα εγχειρίδια
και συμφωνίες τυποποίησης ιατρικής πρακτικής του ΝΑΤΟ. Σε ένα απ’ αυτά,
στο εγχειρίδιο επείγουσων χειρουργικών επεμβάσεων, οι ασθενείς
διαχωρίζονται σε πέντε κατηγορίες με σειρά κλιμακούμενη ανάλογα με την
ιατρική αναγκαιότητα επέμβασης192: α) επείγουσα (urgent), όπου απαιτείται
191
Βλ. ό.π. Beam T., Medical Ethics on the Battlefield: The Crucible of Military Medical Ethics, σ. 380-
384. Για την έντονη κριτική που ασκείται στην ωφελιμιστική αυτή προσέγγιση της διαδικασίας βλ. ό.π.
Baker R., Strosberg M., Triage and equality: An Historical Reassessement of Utilitarian Analyses of
Triage, σ. 103-123.
192
Βλ. ό.π. Beam T., Medical Ethics on the Battlefield: The Crucible of Military Medical Ethics, σ. 380-
384. Εδώ αναφέρονται αναλυτικά και οι διάφορες ιατρικές καταστάσεις που ανήκουν στην κάθε
κατηγορία: α) ασφυξία, αναπνευστική απόφραξη από μηχανικά αίτια, πνευμοθώρακας υπό τάση,
εσωτερική αιμορραγία, εισρόφηση από τραύματα στο στήθος, γναθοπροσωπικές πληγές με πιθανή
ασφυξία, καρδιακές κακώσεις και τραύματα στο κεντρικό νευρικό σύστημα με επιδεινούμενη
νευρολογική κατάσταση, β) ασταθή τραύματα στο θώρακα και την κοιλιακή χώρα, αγγειακά τραύματα
με ισχαιμία άκρων, ελλιπείς ακρωτηριασμοί, ανοιχτά κατάγματα των μακρών οστών, εγκαύματα λευκού
φωσφόρου και δεύτερου ή τρίτου βαθμού εγκαύματα στο 15-40% ή και περισσότερο της συνολικής
επιφάνειας του σώματος, γ) σταθερά κοιλιακά τραύματα με πιθανή σπλαχνική βλάβη, αλλά χωρίς
σημαντική αιμορραγία, τραύματα των μαλακών ιστών που απαιτούν χειρουργικό καθαρισμό,
γναθοπροσωπικά τραύματα χωρίς απόφραξη των αεραγωγών, απόφραξη του ουροποιογεννητικού,
κατάγματα που απαιτούν λειτουργική χειραγώγηση, χειρουργικό καθαρισμό και εξωτερική
οστεοσύνθεση, και τραυματισμοί στα μάτια και το κεντρικό νευρικό σύστημα, δ) εγκαύματα σε ποσοστό
λιγότερο από 15% της συνολικής επιφάνειας του σώματος, με εξαίρεση εκείνα που αφορούν το
πρόσωπο, τα χέρια ή τα γεννητικά όργανα, κατάγματα άνω άκρων, διαστρέμματα, εκδορές, έκθεση σε
ακτινοβολία, υποψία τραυματισμού από έκρηξη (διάτρητες μεμβράνες του τυμπάνου), και διαταραχές
της συμπεριφοράς ή άλλες προφανείς ψυχιατρικές διαταραχές και ε) μη ανταποκρινόμενοι ασθενείς με
διεισδυτικά τραύματα στο κεφάλι, κακώσεις νωτιαίου μυελού (αυχενικής μοίρας), ακρωτηριασμοί που
αφορούν πολλαπλές ανατομικές θέσεις και όργανα, δευτέρου και τρίτου βαθμού εγκαύματα σε ποσοστό
άνω του 60% της συνολικής επιφάνειας του σώματος, σπασμοί και εμετός εντός 24 ωρών από την
92
άμεση επέμβαση για την αποτροπή του θανάτου, β) άμεση (immediate), η
οποία απαιτεί μικρής διάρκειας διαδικασίες για τη σταθεροποίηση σοβαρών,
απειλητικών για τη ζωή τραυμάτων, γ) καθυστερήσιμη (delayed), που απαιτεί
λειτουργική παρέμβαση, αλλά μπορεί να ανεχθεί καθυστερήσεις, χωρίς να τεθεί
σε κίνδυνο η επιτυχής έκβαση της επέμβασης, δ) ελάχιστη (minimal), που
απαιτεί ελάχιστη χειρουργική προσοχή και ε) αναμενόμενη (expectant), όπου τα
τραύματα είναι τόσο εκτεταμένα, ώστε ακόμη κι αν δεν υπήρχε άλλος ασθενής,
η επιβίωσή του θα εξακολουθούσε να είναι απίθανη. Οι ασθενείς της τελευταίας
αυτής κατηγορίας πρέπει να απομακρύνονται από τη θέα των υπολοίπων.
Εντούτοις, δεν πρέπει να εγκαταλείπονται, αλλά να τους προσφέρεται η
προσήκουσα παρηγορητική αγωγή από το ελάχιστο, πλην όμως ικανό
προσωπικό. Τα κριτήρια αυτά συχνά αναθεωρούνται 193, αλλά δεν
διαφοροποιείται η βασική τους αρχή, η εγκατάλειψη δηλαδή της συνηθισμένης
πρακτικής της άμεσης, ολοκληρωμένης και οριστικής περίθαλψης για τον κάθε
ασθενή στη βάση των δικών του και μόνο αναγκών.
β) Μοντέλα «triage»
93
αποτελεσματικής αντιμετώπισης και των υπόλοιπων, εξίσου σοβαρών,
καταστάσεων. Συναντάται αρκετά συχνά σε καλά οργανωμένους στρατούς με
επάρκεια μέσων. Για παράδειγμα, υιοθετήθηκε ευρέως στον πόλεμο του
Κόλπου από τις περισσότερες αμερικανικές μονάδες, συμπεριλαμβανομένων
και των αμερικανικών νοσοκομείων για Ιρακινούς αιχμαλώτους πολέμου 192,194.
Ένα δεύτερο μοντέλο192 διεκδικεί εφαρμογή σε καταστάσεις, όπου αρχίζει
η εμφάνιση σημαντικών ελλείψεων στα μέσα (προσωπικό, εξοπλισμό,
προμήθειες) και ανακύπτει η υποχρέωση λήψης αποφάσεων σχετικά με τη
διανομή των ήδη ελαττωμένων δυνατοτήτων. Μια βασική αρχή που επικρατεί
εδώ αποτελεί η προσπάθεια για τη διάσωση όσο το δυνατόν περισσότερων
ανθρώπινων ζωών, η οποία βέβαια συνεπάγεται την απώλεια ανθρώπων, των
οποίων η σωτηρία σε διαφορετική περίπτωση θα ήταν δυνατή (εάν δηλαδή
υπήρχε η σχετική επάρκεια). Με αυτά τα δεδομένα αποκτούν προτεραιότητα οι
ασθενείς που θα μπορούσαν να ωφεληθούν περισσότερο από τη θεραπεία. Η
προτεραιότητα αυτή δεν μεταβάλλεται, ακόμη κι αν ένας συγκεκριμένος ασθενής
υπήρχε πιθανότητα να πεθάνει, ο οποίος διαφορετικά θα μπορούσε να
ωφεληθεί από μια άμεση παρέμβαση. Κάποιοι από τους ασθενείς που θα
κατέληγαν θα ταξινομούνταν στην κατηγορία «expectant». Το μοντέλο αυτό
λοιπόν υπακούει σε μια ωφελιμιστική ανάλυση, που αποβλέπει στο συμφέρον
των περισσοτέρων (του συνόλου), με τη θυσία όμως κάποιων συγκεκριμένων
ασθενών. Επομένως, καθίσταται σαφές ότι το μοντέλο αυτό περιλαμβάνει
δύσκολες αποφάσεις με έντονο ηθικό βάρος. Μπορεί να συναντήσει κανείς
αναλογίες και στην πολιτική ιατρική σε καταστάσεις μαζικών καταστροφών. Ως
παράδειγμα μπορούν να αναφερθούν οι μαζικές απώλειες υγείας κατά τον
πόλεμο του Βιετνάμ, όταν οι περιορισμένες προμήθειες δεν επέτρεψαν την
αντιμετώπιση ταυτόχρονα όλων των ασθενών με το καλύτερο δυνατό
αποτέλεσμα.
Ένα ακόμη μοντέλο διαλογής και ταξινόμησης, του οποίου η εφαρμογή
μπορεί να προκύψει μόνο στο πεδίο της μάχης, παρατηρείται κυρίως σε οριακές
καταστάσεις192. Πρόκειται για περιπτώσεις που οι φίλιες δυνάμεις δεν έχουν την
απαιτούμενη ισχύ και διαφαίνεται η πιθανότητα να υπερκεραστούν από τις
δυνάμεις του αντιπάλου. Τότε τίθεται το ζήτημα της κατά προτεραιότητα
194
Βλ. ό.π. Enemark C., Triage, Treatment and Torture: Ethical Challenges for US Military Medicine in
Iraq, σ. 189-191.
94
φροντίδας των πιο ελαφρά τραυματισμένων, ώστε να διατηρηθεί η αναγκαία για
την επικράτηση, αν όχι για τη σωτηρία, μαχόμενη δύναμη. Κατά τη λειτουργία
του μοντέλου αυτού, αναδεικνύεται ως βασικό κριτήριο η δυνατότητα της
σύντομης επιστροφής του ασθενή στη μάχη με την άμεση φροντίδα των
τραυμάτων του. Ιστορικά, το μοντέλο αυτό αποτέλεσε ένα αποδεκτό κριτήριο
διαλογής για τις δυνάμεις του Άξονα κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και
για τις αμερικανικές δυνάμεις στη Βόρεια Αφρική κατά τον ίδιο πόλεμο
(περίπτωση της διανομής της πενικιλλίνης). Αποτελεί ένα κλασικό παράδειγμα
σύγκρουσης για το ιατρικό προσωπικό των καθηκόντων του απέναντι στους
ασθενείς και στη στρατιωτική διοίκηση. Η τελευταία είναι πιθανόν, σε ορισμένες
οριακές περιπτώσεις, να ευνοεί την εφαρμογή του. Αντίθετα, για το ιατρικό
(στρατιωτικό) προσωπικό αποτελεί μια επιλογή αντίθετη, όχι μόνο στη συνήθη
πρακτική, αλλά και τον όρκο που έχει δώσει.
γ) Κριτική
95
πατρίδα του αισθάνεται ασφάλεια, όταν είναι βαθιά πεπεισμένος ότι η πατρίδα
του θα του το ανταποδώσει παρέχοντας την καλύτερη δυνατή θεραπεία. Το
παραπάνω επηρεάζει και την πολύτιμη για το στράτευμα πειθαρχία, γιατί
ελαττώνεται η προθυμία να επιτελέσει κανείς το καθήκον του. Αντίθετα, το μόνο
ισχυρό επιχείρημα που μπορεί να διατυπωθεί υπέρ του μοντέλου αυτού
αποτελεί το ότι, σε περίπτωση μη εφαρμογής του, λόγω μη επιστροφής στη
μάχη σύντομα των ελαφρά τραυματιών οι απώλειες μπορεί να γενικευτούν, ο
στρατός να ηττηθεί και ο πόλεμος να συνεχιστεί, γεγονός που θα οδηγήσει σε
ασυγκρίτως μεγαλύτερα δεινά195. Επίσης, ένα ισχυρό ψυχολογικό επιχείρημα
αποτελούν οι ισχυροί δεσμοί συναδελφικότητας, που είναι ικανοί σε μια
δεδομένη στιγμή να υπερκεράσουν την ιατρική υποχρέωση ουδετερότητας 196.
Μια διαφορετική πτυχή του ζητήματος αποτελεί η αδυναμία επίτευξης της
αποστολής μιας υγειονομικής μονάδας (ενός στρατιωτικού νοσοκομείου), λόγω
της μη υιοθέτησης ενός ανάλογου μοντέλου, σε περίπτωση εμφάνισης
σοβαρών ελλείψεων σε πόρους. Από τη στιγμή μάλιστα που οι άμαχοι, οι
αντίπαλοι και οι φίλιες δυνάμεις συναγωνίζονται με τις ίδιες προϋποθέσεις για
την απόλαυση των περιορισμένων υπηρεσιών υγείας της μονάδας αυτής,
τίθεται εκποδών η πρωταρχική αποστολή της, που είναι η διάσωση των φίλιων
δυνάμεων. Απόψεις βέβαια που τείνουν στην εφαρμογή του κριτηρίου της
εθνικότητας197, με τη λογική ότι ο κάθε ασθενής πρέπει να έχει πρόσβαση στο
δικό του, διαφορετικής ποιότητας, σύστημα υγείας ή με το επιχείρημα ότι πρέπει
να λαμβάνεται υπόψη κατά την εφαρμογή ενός μοντέλου triage η συνολική
διαθεσιμότητα των πόρων για την πλήρη διάρκεια της φροντίδας ενός
ασθενούς198, δεν φαίνονται ιδιαίτερα πειστικές. Προσωπική μου άποψη είναι ότι
η επιλογή από τη στρατιωτική ηγεσία του εν λόγω μοντέλου μπορεί ad hoc να
δικαιολογηθεί, σε εντελώς οριακές και εξαιρετικές καταστάσεις, όχι με την
προοπτική της επικράτησης έναντι του εχθρού και της μη συνέχισης των
συγκρούσεων, αλλά με τη λογική ότι η μη εφαρμογή του θα έχει ως άμεσο
αποτέλεσμα την οριστική αδυναμία των στρατιωτικών υγειονομικών υπηρεσιών
195
Βλ. ό.π. Gross M., Bioethics and Armed Conflict: Moral Dilemmas of Medicine and War, σ. 138επ.
196
Βλ. Gross M., Teaching Military Medical Ethics: Another Look at Dual Loyalty and Triage,
Cambridge Quarterly of Healthcare Ethics, 19, Cambridge University Press, 2010, σ. 458–464.
197
Βλ. ό.π. Enemark C., Triage, Treatment and Torture: Ethical Challenges for US Military Medicine in
Iraq, σ. 191-192.
198
Για παράδειγμα, αξίζει να γίνει εξαρχής κολοστομία σ’ έναν ασθενή, που στο εγγύς μέλλον δεν θα έχει
πρόσβαση (εντός του δικού του συστήματος υγείας) στα απαιτούμενα για τη φροντίδα της υλικά σε
βάρος ενός άλλου, που δεν θα αντιμετωπίσει μια τέτοια κατάσταση;
96
να ανταποκριθούν στο επιβαλλόμενο από το ΔΕΣ καθήκον τους να φροντίζουν
γενικά ασθενείς και τραυματίες χωρίς την οποιαδήποτε διάκριση. Η λογική αυτή
ενισχύεται ακόμη περισσότερο, όταν υπάρχει βεβαιότητα ότι ο αντίπαλος δεν
έχει την πρόθεση ή εκ των πραγμάτων αδυνατεί να ανταποκριθεί στα
καθήκοντα αυτά.
Έχοντας ως σημείο αναφοράς τον αμερικανικό στρατό, που αποτελεί
ίσως και τον μόνο στρατό που στις μέρες μας διεξάγει πολέμους σε σχεδόν
συνεχή βάση και κατά τρόπο οργανωμένο, παρατηρούμε ότι το αντίστοιχο για
το θέμα μας δόγμα παρέχει κατευθυντήριες οδηγίες στο ιατρικό προσωπικό που
αντιμετωπίζει διάφορες δύσκολες καταστάσεις. Η αρμόδια υπηρεσία
υγειονομικής υποστήριξης καθορίζει ανά τακτά χρονικά διαστήματα τη σειρά
προτεραιότητας σε συγκρουσιακές περιστάσεις (σε αντίθεση βέβαια με ότι
συμβαίνει με την αντίστοιχη ελληνική υπηρεσία, που δεν έχει ασχοληθεί μέχρι
σήμερα ειδικότερα με τα ζητήματα αυτά). Άλλοτε στο επίκεντρο βρίσκεται η
μεγιστοποίηση του ρυθμού επιστροφής των τραυματιών στην ενεργό
υπηρεσία199, ενώ άλλοτε οι προτεραιότητες μεταβάλλονται, προσαρμοζόμενες
στη γενικότερη κρατική στρατηγική. Για παράδειγμα, πρώτη προτεραιότητα
δίνεται στη διατήρηση της φυσικής ιατρικής παρουσίας στο πλευρό των
στρατιωτών, ακολουθεί η διατήρηση της υγείας της στρατιωτικής διοίκησης
(ηγεσίας) και στη συνέχεια βρίσκεται η διάσωση ανθρωπίνων ζωών. Έπειτα,
σειρά έχει η εκκένωση των απωλειών υγείας από το πεδίο της μάχης και
ακολουθεί η παροχή της ιατρικής φροντίδας σύμφωνα με τους κανόνες της
τέχνης. Τελευταία προτεραιότητα στη σειρά τοποθετείται η επιστροφή το
συντομότερο δυνατόν των στρατιωτών στο καθήκον200. Αλλά και σε
διακλαδικές201 επιχειρήσεις σημαντική θέση στην αποστολή της υγειονομικής
υπηρεσίας φαίνεται πως κατέχει η γρήγορη επιστροφή των μαχητών στην
πρώτη γραμμή202. Αν και συχνά αυτή τίθεται ως τελευταία προτεραιότητα, η
εφαρμογή της ως βασική αρχή ενός μοντέλου ταξινόμησης απωλειών υγείας
199
Βλ. Army Field Manual 8-55 (US Department of the Army), Planning for Health Service Support,
1985.
200
Βλ. Army Field Manual 8-55 (US Department of the Army), Planning for Health Service Support,
1994.
201
Αυτές όπου συμμετέχουν κι οι τρεις κλάδοι των ενόπλων δυνάμεων: στρατός ξηράς, ναυτικό και
αεροπορία.
202
Βλ. Joint Pub 4-02, Doctrine for Health Service Support in Joint Operations, 1995. Siniscalchi K.,
Medical doctrine-Are we really joint?, Air War College, 1997. Αναρτημένο στην ιστοσελίδα:
http://www.au.af.mil/au/awc/awcgate/awc/97-178.pdf. Τελευταία ανάκτηση: 21/9/2014.
97
οδηγεί σε σοβαρά ηθικά διλήμματα, τα οποία δεν είναι εύκολο να απαντηθούν
με την παράθεση γενικών αρχών και κανόνων. Αναμφίβολα, οι επιλογές αυτές
δεν είναι δυνατόν να κριθούν εκ των προτέρων με γενικότητες, πολλές φορές
μάλιστα ούτε και εκ των υστέρων με μια σχετική ασφάλεια. Σε κάθε περίπτωση,
οι εφαρμοζόμενες από το ιατρικό στρατιωτικό προσωπικό πρακτικές υπόκεινται
καταρχήν στους κανόνες της υπακοής σε προσταγές ιεραρχικώς ανωτέρων, η
νομιμότητα των οποίων κρίνεται σχεδόν πάντα εκ των υστέρων. Μία
εναλλακτική λύση στους ηθικούς προβληματισμούς που αντιμετωπίζει το
στρατιωτικό ιατρικό προσωπικό αποτελεί η ενίσχυση των δυνατοτήτων των
υγειονομικών μονάδων σε βαθμό που να τις καθιστά ικανές να ανταπεξέλθουν
και σε άλλους ρόλους, πέρα από την περίθαλψη των τραυματισμένων
στρατιωτών, όπως η ανθρωπιστική βοήθεια στους αμάχους 203. Η τελευταία
βέβαια αποτελεί μια κατά βάση πολιτική επιλογή και η υιοθέτησή της
επηρεάζεται άμεσα και από οικονομικούς παραμέτρους. Ακριβώς στο σημείο
αυτό αξίζει να αναφερθεί ως ιδιαίτερα ενθαρρυντικό το γεγονός ότι στις
κατευθυντήριες οδηγίες σε θέματα υγειονομικής υποστήριξης επιχειρήσεων
συμμαχικών οργανισμών, όπως το ΝΑΤΟ, τίθεται ως βασική αρχή η
προσήλωση στην παροχή της κατάλληλης ιατρικής φροντίδας στον ασθενή,
βασισμένης στην ιατρική του ανάγκη και όχι στην προέλευσή του, καθώς επίσης
και στην υποχρέωση αναφοράς των τυχόν παραβιάσεων της παραπάνω
αρχής204. Γενικά, αυτό που πρέπει να γίνεται πρωτίστως απ’ όλους αντιληπτό
σε καταστάσεις διαλογής τραυματιών, όπου ο ιατρός φροντίζει έναν ασθενή
αφήνοντας έναν άλλο να πεθάνει, είναι το γεγονός ότι αυτός προβαίνει σε μια
τραγική επιλογή υπαγορευόμενη από τις περιστάσεις, ανεξάρτητα από το εάν
αυτή γίνει τυχαία ή έχει βασιστεί στην ιατρική ή στρατιωτική αναγκαιότητα.
3. Επίλογος
Μέσα στη δίνη του πολέμου ένας ιατρός μπορεί να βρεθεί στη
δυσάρεστη θέση να μην ανταποκριθεί στις επιταγές της επαγγελματικής του
δεοντολογίας ακολουθώντας τον στόχο, τον οποίο έχει θέσει η πολιτεία, που ο
203
Βλ. ό.π. Enemark C., Triage, Treatment and Torture: Ethical Challenges for US Military Medicine in
Iraq, σ. 193.
204
Βλ. ΝΑΤΟ, Allied Command Operations Directive for Medical Support to Operations AD 83-1
(Edition 2-Unclassified), Promoting excellence in healthcare support on operations, 2010.
98
ίδιος έχει ορκιστεί να υπηρετεί. Αλλά και στην ειρήνη οι ιατροί στην καθημερινή
κλινική πρακτική έρχονται αντιμέτωποι με ποικίλλες καταστάσεις, κατά τις
οποίες είναι υποχρεωμένοι να υπηρετήσουν το κοινωνικό συμφέρον έναντι
αυτού ενός μεμονωμένου ασθενή. Δεν θα ήταν λοιπόν λογικό άλμα να
υποστηρίξει κανείς ότι και στο στρατιωτικό περιβάλλον μπορεί κάτι ανάλογο να
συμβεί. Σε ορισμένες μάλιστα σπάνιες και επαρκώς αιτιολογημένες καταστάσεις
πιθανόν αυτό να είναι ηθικά και νομικά αποδεκτό. Η εμφάνιση, άλλωστε,
εντάσεων ανάμεσα σε ηθικές αρχές με παγκόσμια απήχηση και στην εφαρμογή
τους σε μια συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί ένα συχνά παρατηρούμενο
φαινόμενο. Δύο τρόποι υπάρχουν για την άμβλυνση των εντάσεων αυτών,
προτού αυτές εξελιχθούν σε γνήσιες συγκρούσεις. Ο ένας επιμένει στον
απόλυτο χαρακτήρα των αρχών αυτών και δίνει προβάδισμα στο άτομο έναντι
της κοινωνίας με κάθε κόστος. Ο άλλος τρόπος, χωρίς να παραγνωρίζει την
αξία του κάθε ξεχωριστού ατόμου, δεν τη θεωρεί τον μόνο ασφαλή και επαρκή
ηθικό οδηγό, κάθε φορά που το κοινό καλό απειλείται. Γίνεται λοιπόν εδώ
προσπάθεια να προσδιοριστούν με σαφήνεια εκείνα τα επιχειρήματα και οι
διαδικασίες, που μπορούν να συμβάλλουν στην εύρεση εφαρμόσιμων λύσεων
στις προκλήσεις για την ανθρώπινη ζωή, υγεία και ασφάλεια. Αν και ο δεύτερος
αυτός τρόπος εμφανίζεται πιο πρακτικός και ορθολογικός, απαιτείται ιδιαίτερη
προσοχή στη διαμόρφωση της σχετικής επιχειρηματολογίας, διότι στα ζητήματα
που μας απασχολούν συχνά η στρατιωτική ανάγκη παρερμηνεύεται και
υποκαθίσταται από τη στρατιωτική σκοπιμότητα. Ακριβώς στο σημείο αυτό,
κατά την άποψή μου, πρέπει η κάθε υπεύθυνη ηγεσία να επικεντρώνεται, ώστε
οι τυχόν επιβαλλόμενες παρεκκλίσεις από την ορθή πρακτική να υπαγορεύονται
από την πραγματική στρατιωτική ανάγκη. Εάν αυτό εξασφαλιστεί, τότε οι
περιπτώσεις που οι ιατροί θα καλούνται να παρακάμψουν τα επαγγελματικά
τους πρότυπα θα αποκτήσουν τον σπάνιο χαρακτήρα μιας αληθινής ηθικής
σύγκρουσης. Σε μια τέτοια σύγκρουση δύσκολα συναντά κανείς μια απόλυτα
ορθή επιλογή. Όλες βέβαια οι παραπάνω δυσκολίες μπορούν εύκολα να
αντιμετωπιστούν με τη συγκρότηση ενός ανεξάρτητου υγειονομικού σώματος,
υπό την αιγίδα ενός διεθνή οργανισμού με διακρατική συνεισφορά σε
προσωπικό και υλικά, του οποίου η αποστολή θα συνίσταται στην αμερόληπτη
προσφορά ιατρικών υπηρεσιών στις ανά τον κόσμο ένοπλες συρράξεις.
Δυστυχώς, οι συνθήκες για κάτι ανάλογο δεν έχουν ακόμη ωριμάσει. Οι
99
πολιτικές σκοπιμότητες και η μορφή του σύγχρονου πολέμου, όπου ο εχθρός
είναι πλέον άγνωστος, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια σε τόσο αισιόδοξες
επιδιώξεις. Σε κάθε περίπτωση όμως, θα πρέπει οι ιατροί να ενθαρρύνονται να
υπηρετούν με συμπόνοια την ανθρωπότητα κάτω από όλες τις συνθήκες.
Αποτελεί αδήριτη ανάγκη να καταβληθεί κάθε προσπάθεια σε παγκόσμιο
επίπεδο, προκειμένου η βαρβαρότητα και η απανθρωπιά του πολέμου να μην
κατορθώσουν να διαποτίσουν την ιερότητα της ιατρικής φροντίδας.
Στις σελίδες που προηγήθηκαν σκιαγραφήθηκε η «πολεμική»
δεοντολογία και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ενόπλων συγκρούσεων,
καθώς και ο τρόπος με τον οποίο τα παραπάνω επηρεάζουν την προσήλωση
των ιατρών στην επαγγελματική τους δεοντολογία σε καιρό πολέμου. Μπορούν,
όμως, οι πιέσεις που ασκούνται από τις αρχές του πολέμου και τις σύμφυτες
δυσκολίες του να φθάσουν σε τέτοιο βαθμό, ώστε να επικρατήσει η άποψη ότι
οι ένοπλες συγκρούσεις μεταβάλλουν εντελώς το περιεχόμενο της ιατρικής
δεοντολογίας; Ο ΠΟΥ και οι Συνθήκες της Γενεύης ενσωματώνουν μια αρχή,
σύμφωνα με την οποία φίλος και εχθρός έχουν την ίδια απολύτως αξία, που για
ορισμένους φαντάζει ουτοπική. Δίχως αμφιβολία, η εφαρμογή της είναι
εξαιρετικά δύσκολη, καθώς κατά τη διάρκεια ενός πολέμου παρατηρείται μεγάλη
απροθυμία από την πλευρά της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας των
εμπολέμων να κατανείμουν δίκαια σε όλα τα μέρη τις αρνητικές του συνέπειες.
Διαφορετικά, θα είχε επιλεχθεί η ειρηνική επίλυση της διαφοράς τους. Κατά
συνέπεια, η ζωή ενός εχθρού δεν αποκτά καμία θετική αξία. Βρισκόμαστε σε
ένα πεδίο, όπου η αλληλεγγύη καταρρέει και ο άνθρωπος κατεξοχήν
χρησιμοποιείται ως μέσο για την επίτευξη ενός σκοπού! Δεν μπορεί βέβαια να
παραγνωρίσει κανείς το γεγονός ότι βασικές βιοηθικές αρχές και δικαιώματα,
όπως το δικαίωμα στη ζωή και η αυτονομία, περιορίζονται από τη λειτουργία
των αρχών του «δίκαιου» πολέμου, της στρατιωτικής αναγκαιότητας και του
διπλού αποτελέσματος, διαμορφώντας διαφορετικά πλαίσια στην άσκηση της
ιατρικής κατά τις ένοπλες συγκρούσεις. Επίσης, είναι γεγονός ότι οι ιατροί σε
καιρό πολέμου δεν είναι πάντα σε θέση να επιδιώκουν αποκλειστικά το
συμφέρον των ασθενών τους, χωρίς να δημιουργούνται κίνδυνοι για τους ίδιους
ή τους συναδέλφους τους. Ωστόσο, ορθότερη φαίνεται η άποψη ότι από τα
παραπάνω δεν μπορεί να προκύψει αβίαστα η θέση ότι κατά τις ένοπλες
συγκρούσεις μεταβάλλεται κατ’ ουσία η ιατρική δεοντολογία. Άλλωστε, η κατά
100
προτεραιότητα αφοσίωση και πίστη στη δεοντολογία αυτή έναντι της
αφοσίωσης σε έναν οργανισμό (στρατό), στους συμπολεμιστές ή στην πατρίδα,
δεν αποτελεί ένα εγγενές χαρακτηριστικό της ιατρικής ηθικής; Η κοινωνία μας
διαισθητικά αναμένει από τους ιατρούς να ακολουθήσουν τον ρόλο του
θεραπευτή και συντηρητή της ανθρώπινης ζωής. Πόσο μάλλον τη στιγμή που οι
άνθρωποι τους χρειάζονται περισσότερο! Εάν επιτραπεί σε οποιαδήποτε
στρατιωτική ή πολιτική δύναμη να συμπαρασύρει την ιατρική δεοντολογία στη
δικαιολόγηση απώτερων σκοπιμοτήτων, που έρχονται σε αντίθεση με την ορθή
ιατρική πρακτική, αυτό θα αποτελέσει ένα πρώτο βήμα για τη χρησιμοποίηση
της ιατρικής επιστήμης σε μη ιατρικούς σκοπούς. Κι όπως είναι ευρέως γνωστό,
η ιστορία έχει να μας προσφέρει αρκετά οδυνηρά παραδείγματα μιας τέτοιας
διαδικασίας.
101
e universal
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Army Field Manual 8-55 (US Department of the Army), Planning for Health
Service Support, 1985
Army Field Manual 8-55 (US Department of the Army), Planning for Health
Service Support, 1994
Association for the Prevention of Torture, Defusing the Ticking Bomb Scenario.
Why we must say No to torture, always, Γενεύη 2007
Beam T., Medical Ethics on the Battlefield: The Crucible of Military Medical
Ethics, στο Lounsbury D., Bellamy R. (επιμ.), Textbooks οf Military Medicine:
Military Medical Ethics vol. 2 (Borden Institute), Office of the Surgeon General
at TMM Publications, 2003
Benatar S., Medical Ethics in Times of War and Insurrection: Rights and Duties,
The Journal of Medical Humanities, Vol. 14, No. 3, 1993
Boyce R., Waiver of Consent: The Use of Pyridostigmine Bromide during the
Persian Gulf War, Journal of Military Ethics, Vol. 8, No. 1, 2009
Brown R., Torture, Terrorism, and the Ticking Bomb: A Principled Response,
Journal of International Law and Policy, Vol. IV, 2007
Bufacchi V., Arrigo J-M., Torture, Terrorism and the State: a Refutation of the
Ticking-Bomb Argument, Journal of Applied Philosophy, Vol. 23, No. 3, 2006
102
Cooter R., Harrison M., Sturdy S., Medicine and Modern Warfare. Clio Medica
55, Amsterdam, Rodopi, 1999
Enemark C., Triage, Treatment and Torture: Ethical Challenges for US Military
Medicine in Iraq, Journal of Military Ethics, Vol. 7, No. 3, 2008
Footer K., Rubenstein L., A Human Rights Approach to Health Care in Conflict,
Ιnternational Review of the Red Cross, Vol. 95, Nο. 889, 2013.
Frisina M., Medical Ethics in Military Biomedical Research, στο Lounsbury D.,
Bellamy R. (επιμ.), Textbooks οf Military Medicine: Military Medical Ethics vol. 2
(Borden Institute), Office of the Surgeon General at TMM Publications, 2003
Gabriel R., Metz K., A History of Military Medicine Volume II: From the
Renaissance through Modern Times, New York: Greenwood Press, 1992
Gross M., Bioethics and Armed Conflict: Mapping the Moral Dimensions of
Medicine and War, Hastings Center report, 2004
Gross M., Bioethics and Armed Conflict: Moral Dilemmas of Medicine and War,
MIT Press, 2006
Gross M., Doctors in the Decent Society: Torture, Ill-treatment and Civic Duty,
Bioethics, Blackwell Publishing, Vol. 18, Nο. 2, 2004
Gunn Μ., McCoubrey Η., Μedical Ethics and the Laws of Armed Conflict
Howe E., Dillemas in Military Medical Ethics Since 9/11, Kennedy Institute of
Ethics Journal, Vol. 13, No. 2, 2003
103
Howe E., Mixed Agency in Military Medicine: Ethical Roles in Conflict, στο
Lounsbury D., Bellamy R. (επιμ.), Textbooks οf Military Medicine: Military
Medical Ethics vol. 1 (Borden Institute), Office of the Surgeon General at TMM
Publications, 2003
Howe E., Martin E., Treating the Troops, Hastings Center Report, 21(2), 1991
Huntington SP., Officership as a Profession, στο War, Morality and the Military
Profession, Boulder, Colo: Westview Press, 1986
Johnson B., Grasso I., Maslowski K., Conflicts Between Ethics and Law for
Military Mental Health Providers, Military Medicine, 175, 2010
Joint Pub 4-02, Doctrine for Health Service Support in Joint Operations, 1995
Lederer S., The Cold War and Beyond: Covert and Deceptive American Medical
Experimentation, στο Lounsbury D., Bellamy R. (επιμ.), Textbooks οf Military
Medicine: Military Medical Ethics vol. 2 (Borden Institute), Office of the Surgeon
General at TMM Publications, 2003
Lifton RJ, The Nazi Doctors: Medical Killing and the Psychology of Genocide,
New York: Basic Books, 1986
London L., Rubenstein L., Baldwin-Ragaven L., Van Es A., Dual Loyalty among
Military Health Professionals: Human Rights and Ethics in Times of Armed
Conflict, Cambridge Quarterly of Healthcare Ethics, No 15, Cambridge
University Press , 2006
Μαρκέτος Σ., Εικονογραφημένη Ιστορία της Ιατρικής, εκδ. Ζήτα, Αθήνα 2008
104
Μαρούδα Ν., Το Ανθρωπιστικό Δίκαιο των Ενόπλων Συρράξεων, κεφ. 17, στον
τόμο Αντωνόπουλου Κ., Μαγκλιβέρα Κ. (επιμ.), Δίκαιο Διεθνούς Κοινωνίας,
Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2011
Moore G., Principia Ethica, 2nd ed., New York: Cambridge University Press,
1993
O’Brien W., Arend A., Just War Doctrine and the International Law of War, στο
Lounsbury D., Bellamy R. (επιμ.), Textbooks οf Military Medicine: Military
Medical Ethics vol. 1 (Borden Institute), Office of the Surgeon General at TMM
Publications, 2003
Olsthoorn P., Bollen M. & Beeres R., Dual Loyalties in Military Medical Care-
Between Ethics and Effectiveness, στο Amersfoort H., Moelker R., Soeters J &
Verweij D. (επιμ.), Moral Responsibility & Military Effectiveness, Asser Press
and Contributors, 2013
Proctor R., Nazi Medical Ethics: Ordinary Doctors?, στο Lounsbury D., Bellamy
R. (επιμ.), Textbooks οf Military Medicine: Military Medical Ethics vol. 2 (Borden
Institute), Office of the Surgeon General at TMM Publications, 2003
Proctor R., Nazi Science and Nazi Medical Ethics: Some Myths and
Misconceptions, Perspectives in Biology and Medicine, Vol. 43, No. 3, The
Johns Hopkins University Press, 2000
Rowe P., The Impact of Human Rights Law on Armed Forces, Cambridge
University Press, 2006
Sessums L., Collen J. , O’Malley P., Jackson J., Roy M., Ethical Practice Under
Fire: Deployed Physicians in the Global War on Terrorism, Military Medicine,
Vol. 174, No. 5, 2009
105
Sidel V., Levy B., Physician-Soldier: A Moral Dilemma? , στο Lounsbury D.,
Bellamy R. (επιμ.), Textbooks οf Military Medicine: Military Medical Ethics vol. 1
(Borden Institute), Office of the Surgeon General at TMM Publications, 2003
Singh J-A., American physicians and dual loyalty obligations in the "war on
terror", BMC Medical Ethics, 4:4, 2003
Siniscalchi K., Medical doctrine-Are we really joint?, Air War College, 1997
Visser S., The Soldier and Autonomy, στο Lounsbury D., Bellamy R. (επιμ.),
Textbooks οf Military Medicine: Military Medical Ethics vol. 1 (Borden Institute),
Office of the Surgeon General at TMM Publications, 2003
Vollmar L., Military Medicine in War: The Geneva Conventions Today, στο
Lounsbury D., Bellamy R. (επιμ.), Textbooks οf Military Medicine: Military
Medical Ethics vol. 2 (Borden Institute), Office of the Surgeon General at TMM
Publications, 2003
Ηλεκτρονικές Πηγές
http://el.wikipedia.org/wiki/Πόλεμος
http://el.wikipedia.org/wiki/Ιατρική
http://en.wikipedia.org/wiki/Knights_Hospitaller
http://academic.mu.edu/meissnerd/mash.html
http://heinonline.org
http://wikipedia.qwika.com/en2el/Nuremberg_Code
106
http://www.un.org/documents/ga/res/39/a39r046.htm
http://www.un.org/en/documents/udhr/
http://www.wma.net/en/30publications/10policies/c18/
http://www.biomedcentral.com/1472-6939/4/4
http://en.wikipedia.org/wiki/Boer_Wars
http://jpsl.org/archives/defending-against-biochemical-warfare-ethical-issues-
involving-coercive-use-investigational-drugs-and-biologics-military/
http://electronicintifada.net/content/state-public-health-occupied-palestinian-
territory/6543
http://physiciansforhumanrights.org/press/press-releases/phr-calls-for-
protection-of-medical-facilities-and-personnel-in-gaza.html
http://ec.europa.eu/echo/civil/_protection/civil/prote/pdfdocs/disaster_med_final
_2002/d6.pdf.
http://en.wikipedia.org/wiki/Triage
http://www.au.af.mil/au/awc/awcgate/awc/97-178.pdf
107