Documente Academic
Documente Profesional
Documente Cultură
În 2009, își face propria editură, Editura agol, la care va apărea în același an „tata doar
fotografii”, un volum cu „texte poetice” după cum declară autorul.
Αρχίζει να γράφει ποιήματα στο γυμνάζιο και ξεκινά στο «Funigei», το περιοδικό
του Λυκείου Ι. Λ. Καραγιάλε στο Βουκουρέστι. Μέχρι το 1997 δεν δημοσίευσε
πουθενά και μόνο σποραδικά συμμετείχε σε διάφορα λογοτεχνικά γεγονότα.
Το 1997, με την προτροπή του Mircea Martin, συμμετέχει με δύο τόμους στους
διαγωνισμούς για ντεμπούτο που οργάνωναν οι εκδοτικοί οίκοι Cartea Românească
και Univers. Κερδίζει στον πρώτο εκδοτικό οίκο και έτσι δημοσιεύεται το πρώτο
βιβλίο "Despre înțeles/ Περί το νοητό" την επόμενη άνοιξη. Την ίδια χρονιά στο
λογοτεχνικό περιοδικό Luceafărul κάνει ντεμπούτο με ποιήματα από το
"bostonmylove".
Δημοσιεύει ποιήματα στα περιοδικά Argos, Luceafărul, Ramuri. Κριτικές και σχόλια
για τα παραπάνω βιβλία δημοσιεύονται στο Luceafărul, Contemporanul, Arca, România
Literară, România Liberă, Ziua.
Το 2009, δημιούργησε το δικό του εκδοτικό οίκο, τον εκδοτικό οίκο Agol, ο οποίος θα
κυκλοφορήσει το ίδιο έτος " tata doar fotografii /πατέρα, μόνο φωτογραφίες",
ανθολογία με "ποιητικά κείμενα", όπως δηλώνει ο συγγραφέας.
by Dan Iancu
by Dan Iancu
όλες
με κοιτούν με βαρύ μίσος
mă plimb prin cartier trecînd prin oamenii ce-și văd de piață biletele la loto îți vrăjesc
vacanțe în insule pe care le vezi doar la discovery își fac loc în portmoneu lîngă chitațele
de la hipermarket
îmi fac planuri cu fata ce mi-a promis că vom ieși la o bere mă gîndesc doar la coapsele
ei ca la un fluture bătînd din aripi pe lîngă corpul meu diform totdeauna gol
pășesc pe lîngă crîșma de unde mă salută-n cor alcoolurile vorbele de clacă și cefele
ample ale mușteriilor
κάνω γύρους στη γειτονιά και διαβαίνοντας μέσα από τους ανθρώπους που
κοιτούν τα ψώνια τους τα εισιτήρια lotto σου μαγεύουν τις διακοπές σε νησιά που
βλέπεις μόνο στο discovery, χώνονται στο πορτοφόλι δίπλα στις αποδείξεις των
σουπερμάρκετ
κάνω σχέδια με την κοπέλα που υποσχέθηκε ότι θα βγούμε για μια μπύρα,
σκέφτομαι μόνο τους γλουτούς της σαν πεταλούδα που φτερουγίζει γύρω από το
παραμορφωμένο μου σώμα πάντα γυμνό
περπατώ γύρω στη ταβέρνα από που με χαιρετάει σαν χορωδία ττα αλκοόλ η
φλυαρία και και ο φαρδύς σβέρκος των πελατών
περνάω τα απογεύματα
nu știu de ce
dar m-am îndrăgostit doar de femeile ce se trezeau după prînz
eu în zori
și ore întregi tropăiam storcînd dimineața de răcoare-n capul lor de sub pătură
iar ele urlau în somn că un păianjen greu
le desface coapsele
electrocutîndu-le
δεν ξέρω γιατί
αλλά είμαι ερωτευμένος μόνο με γυναίκες που ξυπνούν μετά το μεσημέρι
se sarută
εκείνος κόκκινα παπούτσια της Nike
εκείνη πάνινα παπούτσια ουράνιο τόξο
εκείνος γκρι φόρμα
εκείνη σφιχτά τζιν τυλιγμένα μέχρι πάνω από τους αστραγάλους της
κόβοντας τον γκρίζο αέρα του τρόλεϊ
και οι δύο μπουφάν αν και όχι όμοια
καπέλα
φιλιούνται
puți
i-a scuipat în față batrînului ce clefăia surd covrigul cu multă sare tocmai luat din stație
privirea lui era pe geamul din stînga
iar vecina din dreapta era toată o gură
οι επιβάτες μιλούσαν σκεπασμένοι με τα παλτά τους που έφταναν όλο και πιο
χονδρά
ολόκληρη η πόλη στρυμωγμένη σε ένα λεωφορείο σαν στην εποχή του δικτάτορα
χτυπούν τα κινητά τηλέφωνα
δρόμους σκαμμένοι από δημάρχους που κατέληξαν σε φυλακές
μηχανολογικές κυβερνήσεις βουβές σαν die swan
οι εφημερίδες που δαγκώνουν τα χέρια σου σαν ένας σκύλος
nici strigătul
nici fierberea vorbelor în vers
nu s-au mai auzit o vreme
în care lumea mergea plănuia făcea
(verbe răspîndite ca să marcheze mișcarea brauniană a funcționarului a mediocrului a
furnicii)
doar formulare tăioase prin care se trecea
ființa vie
spre obiectul preluat de pompele funebre de rude de moarte
oricît de mult s-ar fi zbătut
între roata de fier a tramvaiului lipsit de nervi
și a bordurii placide
ήταν πολύ αργότερα
όταν άκουσα το μεταλλικό τριγμό του τραμ συντριπτικό
για το σώμα του ποιητή από πηλό
και ονειρευόταν εκείνος
ένα ράμφος από ρουμπίνια
ή τουλάχιστον έτσι θυμάμαι τη συντριβή οστών των πλευρών του
ανάμεσα στη μπορντούρα
και τον μεταλλικό τροχό του ποιήματος
που αφήνεται μόνο του μέσα στο μυαλό μας από βελούδο
ούτε η κραυγή
ούτε το βρασμό των ομοιοκατάληκτων λέξεων
δεν ακούστηκαν ένα διάστημα
όπου ο κόσμος περπατούσε σχεδίαζε έκανε
(ρήματα διασπαρμένα για να σηματοδοτήσουν την κίνηση Μπράουν του
γραφειοκράτη του μέτριου του μυρμηγκιού)
απλά αιχμηρές μορφές μέσω των οποίων ήταν περασμένο
το ζωντανό πλάσμα
μέχρι τα ερείπια που παραδίδονται στα γραφεία τελετών από συγγενείς
όσο και να αγωνιζόταν
ανάμεσα στον σιδερένιο τροχό του τραμ χωρίς νευρώσεις
και τη αδιάφορη μπορντούρα