Sunteți pe pagina 1din 17

Dan Iancu (pseudonim literar al lui Iancu Nicolae-Dănuț) s-a născut la 3 noiembrie 1956

în București. În 1980 absolvă Facultatea de Matematică, secția Informatică a


Universității din București. Lucrează ca programator și din 2004 este redactor șef a
revistei PC Magazine România. Actualmente e măturărist la agol business srl.

Începe să scrie poezii în școala generală și debutează în „Funigei”, revista liceului I. L.


Caragiale din București. Pînă în 1997 nu publică nicăieri și nici nu participă decît
sporadic la diferite cenacluri literare.

În 1997 la îndemnul lui Mircea Martin participă cu două volume la concursurile de


debut ale Editurii Cartea Românească și ale Editurii Univers. Cîştigă la prima editură
astfel încît apare în primăvara următoare volumul „Despre înțeles”. În același an
debutează în revista Luceafărul cu poeme din „bostonmylove”.

În martie 1998, împreună cu Nora Vasilescu, scoate agoraONline prima revista pe


Internet care va conține și o puternică galerie artistică. Aici publică poezii din volumele
viitoare și eseuri pentru „Cronici inoperante”.

În 2002 apare la Editura Eminescu volumul „bostonmylove”, iar în 2004 la Editura


Vinea al treilea volum „o piatră de spus”.

Publică poezii în revistele Argos, Luceafărul, Ramuri. Cronici și semnale la cărțile de


mai sus apar în Luceafărul, Contemporanul, Arca, România Literară, România Liberă,
Ziua.

În 2005 publică la Editura Liternet, www.liternet.ro, Discursuri un volum ca va fi


finalizat doar pe suport electronic.

În 2009, își face propria editură, Editura agol, la care va apărea în același an „tata doar
fotografii”, un volum cu „texte poetice” după cum declară autorul.

2011 „Noi, o jumătate de zeu” în 2011


2012 reeditarea, versiunea completă de data aceasta, cărții de debut „Despre Înțeles”.
Ο Dan Iancu (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Iancu Nicolae-Dănuţ) γεννήθηκε στις 3
Νοεμβρίου 1956 στο Βουκουρέστι. Εβραϊκής καταγωγής. Το 1980 αποφοίτησε από τη
Σχολή Μαθηματικών του Τμήματος Πληροφορικής του Πανεπιστημίου του
Βουκουρεστίου. Εργάζεται ως προγραμματιστής και από το 2004 είναι επικεφαλής
συντάκτης της PC Magazine Ρουμανίας. Είναι επί του παρόντος είναι εκδότης στο
agol business srl.

Αρχίζει να γράφει ποιήματα στο γυμνάζιο και ξεκινά στο «Funigei», το περιοδικό
του Λυκείου Ι. Λ. Καραγιάλε στο Βουκουρέστι. Μέχρι το 1997 δεν δημοσίευσε
πουθενά και μόνο σποραδικά συμμετείχε σε διάφορα λογοτεχνικά γεγονότα.

Το 1997, με την προτροπή του Mircea Martin, συμμετέχει με δύο τόμους στους
διαγωνισμούς για ντεμπούτο που οργάνωναν οι εκδοτικοί οίκοι Cartea Românească
και Univers. Κερδίζει στον πρώτο εκδοτικό οίκο και έτσι δημοσιεύεται το πρώτο
βιβλίο "Despre înțeles/ Περί το νοητό" την επόμενη άνοιξη. Την ίδια χρονιά στο
λογοτεχνικό περιοδικό Luceafărul κάνει ντεμπούτο με ποιήματα από το
"bostonmylove".

Τον Μάρτιο του 1998, μαζί με τη Nora Vasilescu, δημιουργεί το λογοτεχνικό


περιοδικό AgoraONline το πρώτο ηλεκτρονικό περιοδικό που θα περιέχει επίσης μια
ισχυρή γκαλερί τέχνης. Εδώ δημοσιεύει ποιήματα από μελλοντικούς τόμους και
δοκίμια για τα "Αλειτουργικά Χρονικά".

Το 2002 δημοσιεύεται ο τόμος "bostonmylove" στον εκδοτικό οίκο Eminescu, και το


2004 ο τρίτος τόμος " o piatră de spus/μια πέτρα που λές" στον εκδοτικό οίκο Vinea.

Δημοσιεύει ποιήματα στα περιοδικά Argos, Luceafărul, Ramuri. Κριτικές και σχόλια
για τα παραπάνω βιβλία δημοσιεύονται στο Luceafărul, Contemporanul, Arca, România
Literară, România Liberă, Ziua.

Το 2005 δημοσίευσε στον εκδοτικό οίκο Liternet, www.liternet.ro, Discursuri /Λόγος,


μια ανθολογία που θα ολοκληρωθεί μόνο σε ηλεκτρονικά μέσα.

Το 2009, δημιούργησε το δικό του εκδοτικό οίκο, τον εκδοτικό οίκο Agol, ο οποίος θα
κυκλοφορήσει το ίδιο έτος " tata doar fotografii /πατέρα, μόνο φωτογραφίες",
ανθολογία με "ποιητικά κείμενα", όπως δηλώνει ο συγγραφέας.

2011 "Noi, o jumătate de zeu/ Εμείς, μισός θεός" το 2011


2012 ανατύπωση, πλήρης έκδοση αυτή τη φορά, του ντεμπούτο ανθολογία "Despre
Înțeles/Περί νόηση".
poemul orașului tîrziu
the poem of the tardy city
το ποίημα της αργής πόλης

by Dan Iancu

(translate in English from Romanian by Cristina Snyder)


Μετάφραση στα Ελληνικά Άντζελα Μπράτσου
poemul orașului tîrziu
the poem of the tardy city
το ποίημα της αργής πόλης

by Dan Iancu

(translate in English from Romanian by Cristina Snyder)


Μετάφραση στα Ελληνικά Άντζελα Μπράτσου
POEMUL ORAȘULUI TÂRZIU

ieșind de sub stradă


piața orașului era surprinzător de goală
adică goală goală

nici forțele armate nu-și puseseră


tancurile
stropitorile
și
provocatorii

doar pietrele caldarîmului


își ițeau colțurile
întru-cîtva domolite de ani și obiceiuri proaste
de sub vîntul lejer ce mătura intersecția

mi-am spus că singur


ca de-atîtea ori
n-o să fac nicio ispravă
iar blocurile
toate la fel
ba chiar și statuile de beton
hîrtiile ce se-alergau precum copii
în parcul ascuns printre amintiri și bulendre
porumbeii
stația de autobuz
mă rog
ce să mai înșir
pe scurt toate acelea ce n-au legătură cu noi
ăia vii
sau așa le spunem
pentru că suntem politicoși
toți
toate
mă priveau cu o ură grea

eu eram singurul ce puteam mai face ceva


și tăceam
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΑΡΓΗΣ ΠΟΛΗΣ

αναδύοντας από κάτω από το δρόμο


η πλατεία της πόλης ήταν εκπληκτικά άδεια
και εννοώ πραγματικά άδεια

ούτε καν οι ένοπλες δυνάμεις δεν είχαν φέρει ακόμα


τα τανκς
τους ψεκαστήρες
και
τους προβοκάτορες

μόνο οι πλάκες πεζοδρομίου


φανέρωναν τις γωνίες τους
κάπως δαμασμένες από χρόνο και κακές συνήθειες
κάτω από τον απαλό άνεμο που σκούπιζε τη διασταύρωση

είπα στον εαυτό μου ότι μοναχός μου


όπως πολλές φορές στο παρελθόν
δεν θα επιτύχω τίποτα
και οι πολυκατοικίες
όμοιες
ακόμη και τα αγάλματα από σκυρόδεμα
τα χαρτιά που κυνηγούσαν ένα το άλλο σαν τα παιδιά
στο πάρκο κρυμμένο ανάμεσα σε αναμνήσεις και κουρέλια
τα περιστέρια
η στάση λεωφορείων
εντάξει
δεν έχει νόημα/τι να πολυλογώ
αναφέροντας όλα αυτά τα πράγματα που δεν έχουν καμία σχέση με εμάς
οι ζωντανοί
ή ίσως τους αποκαλούμε έτσι
αφού όλοι είμαστε πολιτισμένοι
όλοι

όλες
με κοιτούν με βαρύ μίσος

ήμουν ο μόνος που μπορούσε να κάνει κάτι


αλλά ήμουν μουγγός

numerele astea care tot cresc


bulversîndu-ne ceșcuța de cafea
telejurnalul monden de sîmbătă seara
partida de bridge

mă plimb prin cartier trecînd prin oamenii ce-și văd de piață biletele la loto îți vrăjesc
vacanțe în insule pe care le vezi doar la discovery își fac loc în portmoneu lîngă chitațele
de la hipermarket

îmi fac planuri cu fata ce mi-a promis că vom ieși la o bere mă gîndesc doar la coapsele
ei ca la un fluture bătînd din aripi pe lîngă corpul meu diform totdeauna gol

pășesc pe lîngă crîșma de unde mă salută-n cor alcoolurile vorbele de clacă și cefele
ample ale mușteriilor

trec prin după amieze


αυτοί οι αριθμοί όλο μεγαλώνουν/αυξάνονται
αναποδογυρίζοντας το φλιτζάνι καφέ μας
τα τηλεοπτικά κοσμικά νέα του βράδυ του Σαββάτου
το παιχνίδι του μπριτζ

κάνω γύρους στη γειτονιά και διαβαίνοντας μέσα από τους ανθρώπους που
κοιτούν τα ψώνια τους τα εισιτήρια lotto σου μαγεύουν τις διακοπές σε νησιά που
βλέπεις μόνο στο discovery, χώνονται στο πορτοφόλι δίπλα στις αποδείξεις των
σουπερμάρκετ

κάνω σχέδια με την κοπέλα που υποσχέθηκε ότι θα βγούμε για μια μπύρα,
σκέφτομαι μόνο τους γλουτούς της σαν πεταλούδα που φτερουγίζει γύρω από το
παραμορφωμένο μου σώμα πάντα γυμνό

περπατώ γύρω στη ταβέρνα από που με χαιρετάει σαν χορωδία ττα αλκοόλ η
φλυαρία και και ο φαρδύς σβέρκος των πελατών

περνάω τα απογεύματα
nu știu de ce
dar m-am îndrăgostit doar de femeile ce se trezeau după prînz

eu în zori
și ore întregi tropăiam storcînd dimineața de răcoare-n capul lor de sub pătură
iar ele urlau în somn că un păianjen greu
le desface coapsele
electrocutîndu-le
δεν ξέρω γιατί
αλλά είμαι ερωτευμένος μόνο με γυναίκες που ξυπνούν μετά το μεσημέρι

εγώ την αυγή


και για ώρες να ποδοβολώ και να στύψω το πρωί από τη ψύχρα στα κεφάλια τους
κάτω από την κουβέρτα
και εκείνες να ουρλιάζουν μες στον ύπνο τους ότι μια βαριά αράχνη
τους δρασκελίζει τους μηρούς τους
με ηλεκτροσόκ
el nike roșii
ea baschțti curcubeu
el trening gri
ea blugi strîmți suflecați peste gleznele
ce tăiau aerul cenușiu al troleului
amindoi geci deși diferite
șepci

se sarută
εκείνος κόκκινα παπούτσια της Nike
εκείνη πάνινα παπούτσια ουράνιο τόξο
εκείνος γκρι φόρμα
εκείνη σφιχτά τζιν τυλιγμένα μέχρι πάνω από τους αστραγάλους της
κόβοντας τον γκρίζο αέρα του τρόλεϊ
και οι δύο μπουφάν αν και όχι όμοια
καπέλα

φιλιούνται
puți
i-a scuipat în față batrînului ce clefăia surd covrigul cu multă sare tocmai luat din stație
privirea lui era pe geamul din stînga
iar vecina din dreapta era toată o gură

călatorii vorbeau de sub hainele lor ce deveneau tot mai grase


orașul înghesuit într-un autobuz ca pe vremea lui ceașcă
mobilele sună
drumuri săpate de primarii ajunși prin pușcării
guverne inginerești mute ca die swan
ziarele ce te mușcă de mîini ca un cîine

petrec cartierele visînd insule


departe
mult prea departe
βρωμάς
έφτυσε κατά μούτρα τον γέρο που μασάει το πολύ αλατισμένο κουλουράκι που
μόλις αγόρασε στο σταθμό
κοιτούσε έξω από το παράθυρο στ’ αριστερά
και η γυναίκα στα δεξιά του μιλούσε συνέχεια

οι επιβάτες μιλούσαν σκεπασμένοι με τα παλτά τους που έφταναν όλο και πιο
χονδρά
ολόκληρη η πόλη στρυμωγμένη σε ένα λεωφορείο σαν στην εποχή του δικτάτορα
χτυπούν τα κινητά τηλέφωνα
δρόμους σκαμμένοι από δημάρχους που κατέληξαν σε φυλακές
μηχανολογικές κυβερνήσεις βουβές σαν die swan
οι εφημερίδες που δαγκώνουν τα χέρια σου σαν ένας σκύλος

διασχίζω τη γειτονιά και ονειρεύομαι νησιά


απομακρυσμένα
εκτός εμβέλειας
mult mai tîrziu
am auzit scrășnetul de fier al tramvaiului ce strivea
trupul de lut al poetului
și el visa
la un clonț de rubin
sau așa-mi aduc aminte trosnetul de os al coastelor lui
între bordură
și roata de metal a poemului
ce se-ngăduie singur în mintea noastră de pluș

nici strigătul
nici fierberea vorbelor în vers
nu s-au mai auzit o vreme
în care lumea mergea plănuia făcea
(verbe răspîndite ca să marcheze mișcarea brauniană a funcționarului a mediocrului a
furnicii)
doar formulare tăioase prin care se trecea
ființa vie
spre obiectul preluat de pompele funebre de rude de moarte
oricît de mult s-ar fi zbătut
între roata de fier a tramvaiului lipsit de nervi
și a bordurii placide
ήταν πολύ αργότερα
όταν άκουσα το μεταλλικό τριγμό του τραμ συντριπτικό
 για το σώμα του ποιητή από πηλό
και ονειρευόταν εκείνος
ένα ράμφος από ρουμπίνια
ή τουλάχιστον έτσι θυμάμαι τη συντριβή οστών των πλευρών του
ανάμεσα στη μπορντούρα
και τον μεταλλικό τροχό του ποιήματος
που αφήνεται μόνο του μέσα στο μυαλό μας από βελούδο

ούτε η κραυγή
ούτε το βρασμό των ομοιοκατάληκτων λέξεων
δεν ακούστηκαν ένα διάστημα
όπου ο κόσμος περπατούσε σχεδίαζε έκανε
(ρήματα διασπαρμένα για να σηματοδοτήσουν την κίνηση Μπράουν του
γραφειοκράτη του μέτριου του μυρμηγκιού)
απλά αιχμηρές μορφές μέσω των οποίων ήταν περασμένο
το ζωντανό πλάσμα
μέχρι τα ερείπια που παραδίδονται στα γραφεία τελετών από συγγενείς
όσο και να αγωνιζόταν
ανάμεσα στον σιδερένιο τροχό του τραμ χωρίς νευρώσεις
και τη αδιάφορη μπορντούρα

S-ar putea să vă placă și